top of page

Τα Παιδιά της Απαισιοδοξίας_© Ellada Kralli

Σε ένα μέρος μακρινό και άγνωστο για τον περισσότερο πολιτισμένο κόσμο είχαν γεννηθεί δύο αδέλφια, η Αναμπέλλα και ο Γουόρλεν.

Ζούσαν σε ένα απόμακρο βασίλειο, έχοντας από μικρά παιδιά τα πάντα, μα κάτι ένιωθαν πως τους έλειπε: ένα τέχνασμα που η ζωή τους παρέλειπε.

Σαν να μην είχαν ανακαλύψει άλλο μονοπάτι και τριγυρνούσαν χωρίς κανένα νόημα σε ένα γραφικό παλάτι.

Και ποιός δεν θα ήθελε να γευτεί τέτοια ευτυχία; (θα μου πεις).
Είναι το χρήμα τελικά μια γλυκιά αμαρτία.
Γιατί πολλοί αυτό αγάπησαν, χωρίς καμιά ουσία.
Είναι η μάστιγα που μας μολύνει: η σημερινή εξουσία.

Έτσι αυτά τα δύο αδέλφια τα είχαν όλα, μα ένιωθαν τόσο μόνα.

Απομακρυσμένα από όλα τα πλήθη -μήπως διχαστούν από των λαών τη λήθη.

Αυστηρός κανόνας του πατέρα τους και σεβαστός από τους κατοίκους της χώρας.

Φοβόταν για την εξέλιξη των παιδιών του, να μην κυλιστούν σε πάθη και να νιώθουν αιωνίως ενοχές για τα δικά τους λάθη.

Κανόνας παράλογος, αλλά έδειχναν υποταγή: να τρέμουν τον ίδιο τους τον πατέρα.

Δεν τολμούσαν να μιλήσουν για τα όνειρά τους, τις επιθυμίες τους και για οποιαδήποτε αναζήτηση έτρεφαν, γιατί και μόνο με το βλέμμα του έτρεμαν.

Δεν γνώρισαν την στοργή της μητέρας και αναπολούσαν χαμένες καταστάσεις στων ανέμων τις κλάσεις.

Περιγράφοντας σχήματα με τα σύννεφα και έχοντας ένα μυστικό κωδικό, ένας προσωπικός τους, αδελφικός χαιρετισμός.
Είχαν μάθει πως πολλές ιστορίες περιφέρονταν στην βασιλεύουσα, άλλες τρομαχτικές και άλλες αλλόκοτες και θλιβερές.

Η Αναμπέλλα, μια μέρα, ξύπνησε νωρίτερα απ’ ό, τι συνήθως και κάθισε σκεφτόμενη τη ζωή της: αν ήταν αληθινή ή ένας άλλος μύθος.

Δεν είχε καταλήξει σε κανένα συμπέρασμα και βγήκε από τα εσώψυχά της ένα στέναγμα: «Αχ! Πόσο ακόμα μονάχη σε αυτού του παλατιού τη ράχη θα μένω και για ένα αλλιώτικο αύριο παραπονεμένη να υπομένω;».

Γουόρλεν: «Αναμπέλλα, γιατί δεν ήσουν στο δωμάτιό σου; Αν το ανακάλυπτε ο πατέρας ξέρεις τι θα γινόταν».

Εκείνη: «Δεν μπορώ πια Γουόρλεν να φοβάμαι την αντάρα του πατέρα που με μια ματιά του προκαλεί φοβέρα. Αν είναι δυνατόν να μην μπορώ στο δικό μου χώρο να περπατήσω. Τόσο άδικο είναι να βαδίσω στον κήπο μας; Ακόμα και γι’ αυτό θα μαρτυρήσω;».

Εκείνος: «Σε παρακαλώ, μην είσαι έτσι. Ξέρεις πως κι εγώ θέλω να φύγουμε από δω, να δούμε νέα μέρη ως τα πέρατα που απλώνεται ο ουρανός. Έλα τώρα, σκούπισε τα ματάκια σου και πάμε πάλι μέσα και μην ανησυχείς, κάτι θα σκεφτώ για να δικαιολογηθούμε».

 

 

 

 

 

 

 



Και καθώς εισχωρούσαν και πάλι στο παλάτι, ο πατέρας τους παραμόνευε σαν τον στυγερό εφιάλτη.

«Απλά», αποκρίθηκε ο Γουόρλεν, πως «η Αναμπέλλα ένιωσε μια αδιαθεσία και βγήκε να πάρει λίγο αέρα» -και για άλλη μια φορά γλύτωσαν από την τιμωρία του αυστηρού πατέρα.

Ώρες που εκείνος έλειπε διάφορες ιστορίες συζητούσαν και ανακάλυπταν. Μετά από αυτό δάκρυα κυλούσαν και για ένα νέο ξεκίνημα παρακαλούσαν.

Όλα να μοιάζουν τόσο μαύρα και σαν ο χρόνος να σταμάτησε στης μοίρας τους τα ειπωμένα.
Η ελπίδα από μέσα τους είχε χαθεί, αλλά σαν σπίθα κάποιες φορές επανερχόταν και τους αναζωπύρωνε έστω για μια στιγμή.

Ματαιοδοξία να έχει πλήξει όλο τον πολιτισμό για κάτι αόρατο, μια λατρεία, είτε για κάποιον άνθρωπο είτε για κάποιο θεό.

Μετά από όλες αυτές τις ώρες με τις συζητήσεις τους, τις πεποιθήσεις τους, τις επιθυμίες τους, τα πάθη και τα μίση τους, ξάπλωσαν και ονειρευόντουσαν πως θα ήταν αν είχαν γεννηθεί ως απλά καθημερινά παιδιά, δίχως να φυλακίζονται για κάποιο κανόνα στα χαρτιά.
Διότι αναφερόταν στο πρωτόκολλο του βασιλείου, πέρα από το παλάτι απαγορεύεται περεταίρω έξοδος.

Τόσος φόβος για το τίποτα μα απάντηση δεν είχαν βρει, σαν τον κόσμο που τον κοιτάζει για πρώτη φορά ένα παιδί.

Περίμεναν λοιπόν μια αφορμή…

Σαν ξάπλωσαν νωρίς το βράδυ, ο Γουόρλεν της έδειξε το μυστικό τους σημάδι.
Αυτό που σήμαινε, θα το έπρατταν σε περίπτωση που δραπέτευαν από εκεί και άλλο νόημα θα είχε η δική τους η ζωή.

Όλα αυτά τα χρόνια είχαν δημιουργήσει μυστικό διάδρομο, εν αγνοία του πατέρα τους και ανάμεναν για μια ευκαιρία.
Ρίσκο επικίνδυνο, μα καλύτερα από μια ζωή στερώντας τη χαρά και το καθετί να το νιώθουν επώδυνο.

Γλίστρησαν αθόρυβα να μην τους καταλάβει κανένας φρουρός και σαν αστραπή γίνανε καπνός.

Έτρεχαν και έτρεχαν μέσα στην κοιλάδα να χαθούν, χαζεύοντας τόσο όμορφα πράγματα από ‘κείνα, δειλά, που τους έκαναν να ονειρευτούν.

Κρύφτηκαν σε μια σπηλιά, γιατί με το τόσο τρέξιμο εξαντλήθηκαν πολύ…
Το επόμενο πρωί…;

Σηκώθηκε ο βασιλιάς και απόρησε γιατί δεν είχε δει τα παιδιά του έστω και για λίγο.

«Αφύσικο να κοιμούνται ακόμα», σκέφτηκε.

Ανέβηκε μέχρι την κάμαρά τους και δεν τους έβρισκε πουθενά. Πανικοβλήθηκε και φώναξε όλη την φρουρά, κανείς όμως εξήγηση δεν είχε να δώσει πως εξαφανίστηκαν.
Και έφτασε σε σημείο να πιστέψει πως κάποιος του είχε ρίξει κατάρα και πήρε τα παιδιά του μες στην νύχτα και τα έδωσε να τα φάνε τα σκυλιά.

Η Αναμπέλλα και ο Γουόρλεν είχαν όντως απομακρυνθεί πολύ από το παλάτι και αποφάσισαν να πάνε σε άλλη χώρα.

Εκεί δεν θα κρυβόντουσαν από των παράξενων το μάτι.

Σκέφτηκε η Αναμπέλλα να βάψει τα μαλλιά της με χρώμα από τα πέταλα των λουλουδιών, όπως της είχε δείξει παλιά η γιαγιά της.
Το ίδιο έκανε και στον Γουόρλεν.

Ο σκοπός αυτός ήταν να μην αναγνωριστούν και στο βαθύπλουτο κελί τους ξανά να κλειστούν.

Ταξιδεύοντας μέρες πάρα πολλές έφτασαν σε μια πόλη ονόματι Βάλινορ. Τους καλοδέχτηκαν με χαρά όλοι εκεί και ένιωσαν μια ζεστασιά κάτι που έλειπε από χρόνια.

Ήταν λίγο διαφορετικοί από εκείνους με τα μυτερά αυτιά και λεπτεπίλεπτοι πολύ, με γενναίο ανάστημα και τρομερή πυγμή.

Έμαθαν πως ήταν ξωτικά, μια από τις πολλαπλές ιστορίες που μάθαιναν και τα κρύβανε σαν άγια φυλαχτά.

Όμως και πάλι αναγκάστηκαν σε λίγες μέρες να φύγουν επειδή το διαφορετικό είδος άλλοτε προκαλούσε μια περιέργεια, άλλοτε ζηλοφθονία και άλλοτε μια εσωτερική κακία.

Στεναχωρημένοι προχώρησαν να τραβήξουν σε νέα αναζήτηση άλλης γης, μήπως φανερωθεί κάτι ελπιδοφόρο και όχι να αισθανθούν την έννοια της υποταγής.

Βρέθηκε στο διάβα τους ένα άλλο χωριό, όπου κοντά σε ύψος πλάσματα το κατοικούσαν.
Μπριγκ ονομαζόταν -και ήταν τόσο κρύο και στενάχωρο σε κάποιες γωνιές που σχεδόν το ψύχος δια γυμνού οφθαλμού φαινόταν.

Έζησαν εκεί πολύ καιρό και τους αποδέχτηκαν με πλούσια γιορτή στο χωριό. Προσποιήθηκαν πως είχαν χαθεί και ήταν μόνα τους στη ζωή.

Μα γρήγορα το γέλιο χάθηκε και η ελπίδα τους για άλλη μια φορά μαράθηκε. Σκλάβοι κατάντησαν να υπηρετούν άρχοντες και κάθε λογής άνθρωπο, πλένοντας ακόμη και τα πόδια μέχρι σε κάποιο ταλαίπωρο και άπορο.

Να μαστιγώνουν το αγόρι και να βιάζουν ολημερίς την πικραμένη κόρη.

Ένοχοι για την απόδρασή τους ένιωθαν -και οι ελπίδες τους από μέσα τους στέρευαν.

Πήραν την απόφαση να γυρίσουν πίσω -μαζεμένα τα βασανιστήρια- χωρίς να νιώθουν αν είναι σωτήρια .

Κοντοστάθηκαν στην πύλη του παλατιού τρομαγμένοι από αυτό που τους περίμενε.

Εκείνος, ο πατέρας, τους έσυρε σε κελί και ποτέ ξανά το φως του ήλιου δεν μπόρεσαν να δουν.

«Όχι τόσο βαριά τιμωρία», σκέφτηκαν, και προτίμησαν το σκοτάδι και για λίγο έκλαψαν.

Καλύτερα από του κόσμου την κακία να απέχουν.

Δεν είναι όλα τόσο παραμυθένια και αγνά, μα οι φόβοι σε κλείνουν σε μεγαλύτερα κλουβιά.

Και δίνοντας ένα τέλος από του πατέρα τους το βέλος, εκστασιάστηκαν από του θανάτου την ευτυχία, ελευθερώνοντας την ψυχή τους από τα όμορφα λιβάδια που έπλαθε η απαισιοδοξία.

09.Ti-aspetto-Rapunzel.jpg
bottom of page