top of page

Ματωμένος Πύργος_© Ellada Kralli

 Διάφορες ιστορίες ακούστηκαν για εκείνη την φρικτή γυναίκα το 1407 μέχρι και σήμερα. Ζούσε λένε σε ένα απόμερο μέρος μακριά από την πόλη. Čachtice λεγόταν και ήταν ένα χωριό της Σλοβακίας. Ένα μακρινό και χαμένο μέρος με πανύψηλους λόφους και γραφικές πεδιάδες. 


Σε έναν μεγάλο πύργο ζούσε μια κοπέλα ορφανή με τίτλους από ευγενή οικογένεια. Από την εφηβεία η απώλεια των γονιών της, έφερνε τρομερή θλίψη και το υπηρετικό προσωπικό πάντα της συμπαραστεκόταν. Είχε μεγάλη κληρονομιά και από πολλά μέρη του κόσμου πολλοί πλούσιοι άντρες ήθελαν να την παντρευτούν, αλλά δεν ήθελε κανέναν. Είχε κουραστεί η πολιτεία να μιλά για εκείνη. Πέρασαν τα χρόνια και φτάνοντας στα δεκάξι της χρόνια είχε εγκαταλείψει τον εαυτό της σε σημείο να γίνει τόσο άσχημη που στο τέλος δεν την ήθελε κανένας.


Ελάχιστες φορές έβγαινε για να περπατήσει στις κοιλάδες και τους πελώριους κήπους, παρασυρόμενη από του άνεμου την ορμή. Ένιωθε γαλήνη και ταυτόχρονα μοναξιά. Ήταν τόσο μόνη και απομακρυσμένη από όλους και από όλα. Μετά από τον καθημερινό πικρό περίπατο ανέβαινε μέχρι το τελευταίο δωμάτιο. Έμοιαζε σαν μικρή αποθήκη, μα τόσο παράξενα όμορφη και σκοτεινή αντίστοιχα. Καθόταν σε μια γωνιά κοιτώντας έξω από το παράθυρο, στοχασμένη διάφορες θεωρίες και στιγμές μέσα στο άπειρο του χρόνου. Μια αναλαμπή του νεκρού πατέρα της που μελετούσαν σχεδόν κάθε βράδυ τα άστρα με γέλια και απορίες και λάτρευε τέτοιες μυστήριες ιστορίες, που κάθε βράδυ τις διηγιόταν και γλυκά στο αφράτο πάπλωμα της αποκοιμιόταν.Είχε τάσεις να ψάχνει το ανεξήγητο, αφού είχε καταγραφεί ως η πρώτη γυναίκα της χώρας με τόση γνώση, που για εκείνη την εποχή φαινόταν αυτό τόσο παράξενο, διότι κοπέλες αριστοκρατικών οικογενειών δεν είχαν τόσο την τάση για μελέτη, παρά μόνο να προσέχουν την εξωτερική τους εμφάνιση. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Ξυπνώντας το επόμενο πρωί τράβηξε με την άμαξά της και όπου την βγάλει ο δρόμος, δεν άντεχε να την ταλαιπωρούν τα στενάχωρα όνειρα της. Βρήκε την ευκαιρία και χωρίς να το αντιληφθεί κανείς το έσκασε, μα το προτιμούσε σε σχέση με την σκοτεινή της φυλακή. Πέρασε δάση άλλα φωτεινά και άλλα απόκρυφα και έδιναν την αίσθηση κάποιου στοιχειώματος για την χάρη ενός πολέμου ή μυθικού ονόματος. Περνώντας αυτά τα δάση με τα πετρωμένα δρομάκια και τις πλεκτές φυλλωσιές με ήχους της φύσης που έκαναν τα μέρη πιο παραμυθένια. Στο τέλος του δρόμου ένα αχανές ξέφωτο έδειχνε σαν μια άλλη εκδοχή του κόσμου. Προχώρησε μα με δισταγμό, διότι το άγνωστο όσο δελεαστικό είναι άλλο τόσο επικίνδυνο είναι. Το ρίσκαρε και βρέθηκε μπροστά στη θέα μιας λίμνης παγωμένης στην όψη. Κατέβηκε από την άμαξα και πλησίασε να την αγγίξει, όμως ένα απαλό ρυάκι έγινε δροσερό και συμπέρανε ότι μπορεί να είναι μαγεμένο γιατί η αντανάκλασή της φαινόταν παραμορφωμένη.


Ένα χέρι την ακούμπησε στον ώμο και ούρλιαξε, αφηρημένη στο χάζι της λίμνης. Γύρισε να κοιτάξει και ήταν μια κοπέλα χωρίς να γνωρίζει το όνομά της και την κοινωνική της τάξη. Έμαθε μόνο πως την έλεγαν Λακρύμα λατινογενές που σήμαινε δάκρυ. Είχε προσέξει πως έμοιαζαν λιγάκι σαν μια χαμένη αδελφή από κάποια μακρινή εποχή. Μα είχαν διαφορές καταρχάς στα μαλλιά τους. Η Έλσι είχε πυρόξανθα μαλλιά που στην ματιά του ήλιου έμοιαζε σαν μια ορμητική φωτιά και η Λακρύμα καστανοκόκκινες μπούκλες τόσο ντελικάτες σαν κάτι πορσελάνινες κούκλες. Τα μάτια τους ήταν ένα απέραντο γαλάζιο κενό. Καμία όμως άλλη διαφορά δεν υπήρχε.  Σκέφτηκε μήπως ήταν του εαυτού της μια ωραία παραίσθηση στα μοναχικά της παιχνίδια. Αλλά ήταν αληθινή........ ώρες μιλούσαν, έτρεξαν, γέλασαν....... στάθηκαν στην άκρη ενός γκρεμού........ 


«Έλσι πρέπει να φύγω


-Μα γιατί να φύγεις; Έδωσες νόημα στην ύπαρξη μου και πίστευα πως περνάς καλά μαζί μου.


-Πόσο όμορφο ήταν αυτό που είπες μόλις τώρα, μα δεν μπορώ να κάνω κάτι διαφορετικό για να σε ευχαριστήσω, μα πρέπει να γυρίσω πίσω. Σύντομα θα με ξαναδείς».


Της άφησε το χέρι και έπεσε στον γκρεμό και χάθηκε. Κάθε ελπίδα της γκρεμίστηκε στην προσπάθεια να δώσει μια μορφή ζωής στην μοναξιά της και κοιτώντας τον ατελείωτο γκρεμό και με την μελωδία των δακρύων της η γη σείστηκε.


Ήξερε το πως θα γύριζε πίσω στον ίδιο μουτζουρωμένο πύργο της με συντροφιά να παραμιλά με την σκιά της. Για μέρες δεν ήθελε να φάει ούτε να πιεί και ένιωθε γενικά αποστροφή με το καθετί. 


«Μα τι φρίκη κι αυτή να χαθούν όλα σε μια στιγμή!».


Δεν μπορούσε να το βγάλει από το μυαλό της και πήγαινε σαν το εκκρεμές κάνοντας βόλτες στο ψηλότερο δωμάτιο περιμένοντας σαν να μην υπάρχει αύριο σαν ο χρόνος να σταμάτησε στις σκέψεις της. Όλοι είχαν ανησυχήσει για αυτή την ανάρμοστη συμπεριφορά της και δεν τολμούσαν καν να ρωτήσουν τι συμβαίνει απλά περίμεναν. Μετά από ένα μήνα άνοιξε η πόρτα της ζητώντας φαγητό. Ήταν κατάχλωμη και τα κόκκαλα της σκιαγραφούνταν στο νεανικό της κορμί. Βρήκε δυνάμεις να ξαναπάει πάλι εκεί που συνάντησε την Λακρύμα και απαίτησε να πάει μόνη της χωρίς την παλιά φοβία να το σκάει στα κλεφτά. Αναγνώρισε αυτά τα μονοπάτια που είχε ξανακάνει πριν λίγο καιρό και της ήρθε αμυδρά η υφή από αυτό το κρυσταλλένιο νερό.


Κοντοστάθηκε να το κοιτάζει και το βλέμμα της αιωρούταν σε μέρη απίθανα και τόσο μαγευτικά και ένιωσε ένα κύμα ηλεκτρικού ρεύματος να την διαπερνά. Πρόσεξε μια γνώριμη φιγούρα, όλα μαύρισαν και έπεσε μέσα στην λίμνη και όλο έπεφτε... έπεφτε.... έπεφτε..... 


«Σειρά σου να μεταδώσεις την ζωή σου και να συνεχιστεί το έργο μου, τα νιάτα σου θα φύγουν και άσχημη θα γίνεις και κάθε φορά σε αίμα θα κολυμπάς νιώθοντας αυτή την ομορφιά της λαγνείας να σε λούζει».


Μια λάμψη φωτός και σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι της τρομαγμένη. Φώναξε τον Άλμπερτ τον υπηρέτη της και τον ρώτησε τι συνέβη και πως βρέθηκε ως εκεί. Αποκρίθηκε δειλά ότι είχε εξαφανιστεί και με εντολή δική του έψαξαν και την βρήκαν μισοπεθαμένη. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της με την καλοκάγαθη χειρονομία του και τον ευχαρίστησε.


Ερωτήματα πολλά στο μυαλό της για το πώς και πότε βρέθηκε στο σκοτεινό της παλάτι και δυστυχώς δεν κατέληγε πουθενά. Έστεκε στο τζάκι κοιτώντας τις πύρινες φλόγες πως μαγευτικά λικνίζονταν στα μάτια της κάνοντας τα να φαίνονται σπινθηροβόλα. Αμέσως της ήρθαν στο νου εκείνα τα αιματηρά λόγια άρχισε να χορεύει ένα με τις φλόγες αναμαλλιασμένη και να ουρλιάζει ένα μυστικό σκοπό. Έχοντας μια ζάλη από μέθη έτρεξε μέχρι τον αχυρώνα αρπάζοντας ένα τσεκούρι και κύκλος από φωτιά μαζεύτηκε τριγύρω της και γελούσε σαρκαστικά για την απειλή που ένιωθε πως ερχόταν. Η Κλοντίν, μια υπηρέτρια κατέβηκε να δει τι συμβαίνει, μόλις αντίκρισε την κυρία της πάγωσε λίγο πριν συμβεί το μοιραίο. Σήκωσε το τσεκούρι ψηλά και της έκανε μια τεράστια πληγή στην κοιλιά. Την έσυρε από τα μαλλιά μέχρι κάτι απομονωμένα μπουντρούμια που είχε ο πύργος και την αλυσόδεσε σε ένα στενό κλουβί και από κάτω υπήρχε μια καταπακτή. Ξαπλωμένη σε ένα σατινένιο φέρετρο να αφουγκράζεται τις κραυγές της και να ηδονίζεται με το αίμα να κυλάει πάνω στις φλέβες της. Κάθε τόσο να την κάνει να υποφέρει με αιχμηρά αντικείμενα και να στάζει το αίμα σαν κόλαση από πάνω της. Αυτό δεν κράτησε για πολύ, επειδή η Κλοντίν από τα βασανιστήρια δεν άντεξε και πέθανε, αλλά η Έλσι είχε εθιστεί με αυτήν την αιματοβαμμένη περιβολή. Κανένας δεν έμαθε για την εξαφάνιση της Κλοντίν. 


Μια μέρα ζήτησε να έρθει στο δωμάτιό της η Τζουλιάνα. Ήταν τόσο νέα που το πρόσωπό της έλαμπε από τη νεανική φρεσκάδα και το δέρμα της ήταν απαλό σαν βελούδο. Τάχα σκαρφίστηκε μια δικαιολογία και την οδήγησε στα απόκρυφα σημεία. Την έγδυσε, με χειροπέδες σε χέρια-πόδια την έδεσε, μύριζε τον φόβο της και μετά έκλαιγε. 


«Κυρία είστε τρελή μην το κάνετε αυτό σας παρακαλώ. Αφήστε με να ζήσω. Είμαι τόσο νέα για να πεθάνω».........


Λυγμοί να κυλάνε και αστραπιαία το αίμα να ξεχύνεται από το άψυχό της κορμί με μια κίνηση στο λαρύγγι από ένα κοφτερό λεπίδι. Και η Έλσι να γελάει και να στριφογυρίζει.


«Δώσε μου κι άλλους», παρακαλούσε κάποιο αόρατο θεό.


Με τον καιρό από προσώπου γης χάθηκε όλο το υπηρετικό προσωπικό με τρόπο βάναυσο και φρικιαστικό. Στην πόλη δεν είχαν αντηχήσει αυτά τα νέα και αποφάσισε να βγει από τον πύργο και να κάνει μια βόλτα στην αγορά που χρόνια μετά τον χαμό των γονιών της είχε να πάει.


Φόρεσε ένα γαλαζόγκριζο φόρεμα με μια άσπρη κάπα και λευκά γάντια και περπατούσε αμέριμνη στην αγορά. Στο διάβα της συνάντησε τον Δον Aντέλ. Είχε ακούσει κατά καιρούς για αυτόν, με μεγάλη πηγή μόρφωσης και με μια έφεση στο ανεξήγητο και θυμήθηκε τον εαυτό της. Πιάσανε την κουβέντα και μετά από αρκετή ώρα της ζήτησε αν θα μπορούσε να του κάνει παρέα στο δείπνο. Δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη να συναντηθούν το βράδυ. 


Δείπνησαν όμορφα και μετά την άρπαξε στην αγκαλιά του ακουμπώντας τρυφερά τα χείλη του πάνω της και με μια σφιχτή ανάσα ορμής για τα χάδια της. Παρασύρθηκαν στο πάθος με τον έρωτα και τα φιλιά τους και μείνανε διπλά-δίπλα στο κρεβάτι αγκαλιασμένοι μέχρι το ξημέρωμα. Ξυπνώντας της έκανε πρόταση γάμου αυθόρμητα. Τον είχε μαγέψει τόσο πολύ η παρουσία της που δεν ήθελε να την χάσει. Μετά από  μια βδομάδα παντρεύτηκαν και ζούσαν ευτυχισμένοι στη έπαυλή τους στο κέντρο της πόλης.


Ένα βράδυ κάποιος απόγονος από τους παλιούς της υπηρέτες τόλμησε να πάει να επισκεφτεί τον ερειπωμένο της πύργο. Ξέθαψε τα πτώματα όλων των υπηρετών και υπηρετριών μετά από μήνες έρευνας. Έφτασε μέχρι τις αρχές και βούιξε ο τόπος με στυγερές φωνές. Ο Δον Αντέλ δεν μπορούσε να πιστέψει σε αυτό το ατόπημα της συζύγου του. Το ανεξήγητο πλανιόταν στον αέρα. Μετά από μακροχρόνιες ανακρίσεις η Έλσι Τσέχ Μπάθορι καταδικάστηκε σε απαγχονισμό και πυρά ξεστομίζοντας τα τελευταία της λόγια με χαρά... :


«Κάποια μέρα θα αντικρύσετε τον τρόμο που για όλους σας αξίζει και λουτρά αίματος θα κάνει με τις παρθένες κόρες σας και στην κόλαση θα στέλνει τις ψυχές τους να τρέφονται τα δαιμόνια με τις φωνές τους».

 

Η απορία ολονών σας ποιά ήταν αυτή η κυρία, μα φυσικά πρόγονος της Ελίζαμπεθ Μπάθορι άλλη μια ανατριχιαστική ιστορία........ αυτό ίσως να ειπωθεί την επόμενη φορά καληνύχτα τώρα και όνειρα γλυκά........

bottom of page