top of page

Οδός Θέμιδος_© Ellada Kralli

Περπατούσε μόνη μέσα στα στενά της πόλης. Ο χειμώνας είχε αρχίζει να χαϊδεύει με τα νύχια του τα σώματα των ανθρώπων. Δεν την ένοιαζε όμως τόσο το κρύο και συνέχιζε την πορεία της. Πρόσωπα την προσπερνούσαν, μα ήταν αφοσιωμένη στη μουσική που βρισκόταν στα αυτιά της. Της άρεσε αυτή η γλυκιά σκοτεινή μελωδία που ηχούσε μέσα στο μυαλό της. Δημιουργούσε σκέψεις και αναμνήσεις. Ένα ανακάτεμα στιγμών που περιέπλεκαν την χαρά και την θλίψη.

Στο διάβα της μέσα από γραφικά στενά με σπιτάκια μικροσκοπικά και ετοιμόρροπα παρατήρησε έναν γάτο που καθόταν απέξω από ένα σπίτι και περίμενε.

«Τι περιμένεις μικρούλη;», του είπε. Του έγνεψε με λίγα ψιτ-ψιτ και εκείνο δεν της έδωσε σημασία.

Ήταν αμήχανο και δεν ξεκολλούσε από την πόρτα. Γυρνούσε την πλάτη του σε εκείνη και κοίταζε την πόρτα με λαχτάρα και όταν δεν υπήρχε ανταπόκριση καθόταν όπως πριν σαν να προστάτευε το σπίτι.

«Τι μυρίζει έτσι; Είναι λιβάνι;», απόρησε.

Ξεχώρισε δειλά ένα πολύ στενό δρομάκι. Προχώρησε διστακτικά διότι ήταν η πρώτη φορά που περνούσε από εκεί. Στο τέλος βρήκε ένα ανθοπωλείο. Δεν ήταν όμως συνηθισμένο όπως όλα. Το λιβάνι συνέχισε να περιφέρεται στον αέρα.

«Με συγχωρείτε που βρίσκομαι;

-Στο νεκροταφείο καλή μου κοπέλα. Μήπως ήρθατε για την κηδεία που θα γίνει σε λίγο;».

Τα μάτια της γούρλωσαν και αμέσως σκέφτηκε τη μέρα που έχασε την γυναίκα που θεωρούσε μητέρα της. Δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό της και ο άντρας που την ρώτησε της έδωσε ένα χαρτομάντιλο.

Χάθηκε στον χείμαρρο των πικραμένων ματιών του κόσμου. Όλοι με τα μαύρα ντυσίματα μέσα στην απώλεια της στιγμής. Η υπερβολή του λιβανιού για να χαρεί το νεκρό σώμα. Το φέρετρο ανοίγει και δεν τολμά να κοιτάξει. Μια γυναίκα σπαράζει και ευθύς τρέχουν άτομα να την σηκώσουν. Είχε λιποθυμήσει.

Είχε ξημερώσει μα η μέρα έδειχνε τόσο μουντή. Δεν είχε όρεξη να σηκωθεί από το κρεβάτι και περίμενε μέχρι το μεσημέρι να έρθει για τα καλά. Άκουγε τον πατέρα της να μιλάει στο τηλέφωνο για καθημερινά θέματα που δεν την ενδιέφεραν. Ο αδελφός της κοιμόταν. Κρύωνε. Χουζούρεψε λίγο ακόμα και μετά από λίγο πέταξε τα σκεπάσματα γεμάτη αηδία. Μύριζαν καπνό και μούχλα.
Σκέφτηκε ότι ίσως χρειάζονταν αέρισμα. Άνοιξε τα παντζούρια και δυνατός ήλιος μπήκε με βία στο δωμάτιο της τυφλώνοντας βάναυσα τα μάτια της.
Τράβηξε τις κουρτίνες και φόρεσε την ζακέτα της.

Το μπάνιο όπως πάντα ήταν παγωμένο. Το νερό κρυστάλλιαζε και μάτωνε τα ευαίσθητα χέρια της. Είχε ξυπνήσει επιτέλους μετά από ώρα νερού που έριχνε στο πρόσωπο. Κοιτούσε με μανία τον καθρέπτη. Πολλές φορές χανόταν μέσα στα δευτερόλεπτα στον γυάλινο κόσμο. Ίσως ήθελε να δει μια διαφορετική πραγματικότητα.

«Γιατί είμαι έτσι; Που πήγε το χαμόγελό μου;».

Εκείνη η διαπίστωση την στεναχώρησε πολύ. Δεν θυμόταν από πότε είχε να χαμογελάσει. Θυμάται τις μέρες να περνούν τόσο γρήγορα και το μόνο που την ικανοποιούσε ήταν οι σκέψεις της. Έκλαιγε όμως για αυτές κάθε μέρα και μετά χάζευε σε κάτι όμορφο και ξεχνούσε τον πόνο της. Το βλέμμα των μωρών την χαροποιούσε όσο τίποτα άλλο.

Μόλις σκέφτηκε τα μωρά αμέσως το πρόσωπό της φωτίστηκε. Έτρεξε να φτιάξει το πρωινό της στα γρήγορα. Κοιτούσε τον ουρανό με τον ήλιο που κρυβόταν πίσω από τα γκρίζα σύννεφα.

«Μάλλον πάλι θα βρέξει», μονολόγησε κρατώντας την κουρτίνα με το χέρι της.

Μετά το πρωινό ντύθηκε πρόχειρα και βγήκε έξω. Πάντα της άρεσε να κάνει βόλτες στις γύρω γειτονιές. Δεν είχε καμία επαφή με κανέναν. Πίστευε ότι οι άνθρωποι ήταν κακοί και κουτσομπόληδες. Δεν τους μισούσε, μα δεν ήθελε να διατηρεί σχέσεις μαζί τους. Έβλεπε κάποιους που μόλις επέστρεφαν από τις δουλειές τους. Ήταν κάποιες μανάδες με τα παιδιά τους. Πιο πέρα μια κοπέλα είχε βγάλει το σκυλί της βόλτα.

Περπατούσε στον ίδιο δρόμο. Ένα μεθυστικό άρωμα την παρακινούσε και συνέχιζε τυφλά τον δρόμο της. Η μουσική ήταν ένα με εκείνη κάθε φορά που ήθελε να βγει. Πίστευε ότι γινόταν αόρατη και ότι μέσα στον όχλο κανένας δεν θα της έδινε σημασία. Ήταν τελικά μια γλυκιά ψευδαίσθηση.

Δίχως να το καταλάβει έφτασε πάλι εκεί με τον γάτο να στέκεται ακριβώς στο ίδιο σημείο.

«Ψι-ψι-ψι. Γεια σου γατούλη». Τον χαιρέτησε μα δεν της έδωσε σημασία.

«Φαίνεται πως αγαπάς πολύ αυτό σπίτι. Μα τι περιμένεις όμως;». Ερωτήσεις μαζί με σκέψεις που δεν θα απαντιόνταν ποτέ.

 

 

 

 

 

 

Τον χάζεψε λίγο ακόμα και προχώρησε στο ίδιο στενάκι. Σήμερα δεν μύριζε λιβάνι. Αισθανόταν όμως τον αέρα ηλεκτρισμένο. Ένας νεαρός πέρασε δακρυσμένος. Τον είδε να μπαίνει στο νεκροταφείο. Μπήκε και εκείνη με δισταγμό και προσπάθησε να μην κάνει θόρυβο, ώστε να μην την καταλάβει. Ήθελε να δει, μα όχι να αποκαλυφθεί. Στάθηκε εκείνος πάνω από ένα μνήμα. Τοποθέτησε λίγα λουλούδια σε ένα μαρμάρινο βάζο.

“Μα γιατί το κάνουν αυτό οι άνθρωποι στους πεθαμένους; Αφού πλέον έφυγαν και ότι και να τους προσφέρουν θα είναι μάταιο”, σκεφτόταν από μέσα της.

Ξαφνικά ο νεαρός πλάνταξε στη θέα του κρύου μαρμάρινου τάφου. Έπεσε στα γόνατα και φώναζε γιατί. Κατάλαβε εκείνη πως έχασε την αγαπημένη του. Δεν άντεχε να βλέπει άλλο τον σπαραγμό του και έφυγε.

Είχε αρχίσει να πέφτει ψιλή βροχή σαν δάκρυα εγκλωβισμένα σε μια αιώνια οδύνη. Ποτέ της δεν την πείραξε να βρέχεται. Το είχε ξεχάσει όμως αυτό. Στα παιδικά της χρόνια δεν έπαιρνε ποτέ ομπρέλα και όταν έβρεχε πάντα γινόταν μούσκεμα. Θυμήθηκε την μητέρα της και χαμογέλασε ελαφρά.

«Τι ώρα είναι; Μπαμπά είσαι εδώ;».

Ήταν μόνη στο δωμάτιο και δεν άκουγε τίποτα. Υπέθεσε ότι με τον γυρισμό της σπίτι θα άλλαξε και κατευθείαν θα έπεσε για ύπνο. Σηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρο. Ήταν σκοτάδι.

«Μα όντως τι ώρα γύρισα και τι ώρα είναι τώρα;». Κοίταξε ψηλά στο ρολόι τοίχου που είχε και ήταν δυο μετά τα μεσάνυχτα. Δεν της φάνηκε περίεργο μιας το συνήθιζε αυτό τον τελευταίο καιρό. Δεν της άρεσε τίποτα. Δεν την γέμιζε τίποτα. Το μόνο που αγαπούσε πλέον ήταν η μουσική και το περπάτημα. Όλα τα άλλα ήταν απλά μια φυλακή.

Άνοιξε την πόρτα αργά και όλα ήταν βυθισμένα στο σκοτάδι. Της έκανε εντύπωση πως και ο αδελφός της κοιμόταν από τώρα μιας και συνήθιζε να ξενυχτάει στον υπολογιστή. Πήγε στο δωμάτιο του πατέρα της δεν ήταν εκεί ούτε ο αδελφός της. Τρόμαξε για πρώτη φορά στη ζωή της και ήξερε πάντα ότι με εκείνα τα άτομα δεν μπορούσε να έρθει ποτέ σε άμεση επαφή.

«Που πήγαν; Τι συνέβη;».

Άρχισε να κλαίει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Είχε κουλουριαστεί σε μια γωνιά στο πάτωμα του σαλονιού προσπαθώντας να βρει μια άκρη. Πήρε το κινητό της και κάλεσε τον πατέρα της.

“Ο αριθμός που καλέσατε δεν υπάρχει”…..

«Τι συμβαίνει; Που εξαφανίστηκαν;».

Έτρεμε στη σκέψη του σκοταδιού και πλέον σε ένα σπίτι που ήταν τόσο άδειο και σκοτεινό. Δεν άντεχε στη σκέψη να την αγγίζει το σκοτάδι. ‘Όσο και να φοβόταν όμως ντύθηκε ζεστά και βγήκε στους δρόμους με την συνοδεία της μουσικής ξανά.

Ήταν νωπή η άσφαλτος και τα φώτα λαμπύριζαν με ένα μαγικό τρόπο σαν να ήταν ξωτικά. Το βράδυ φοβόταν να περπατάει. Νόμιζε πως στο σκοτάδι κρύβονται οι πιο υποχθόνιοι εφιάλτες.
Δεν κυκλοφορούσε κανένας. Δειλά περνούσε κάποιο αυτοκίνητο διασχίζοντας τον βρεγμένο δρόμο. Είχε αρκετή υγρασία και αυτό την έκανε να τρέμει πιο πολύ. Προσπάθησε να χαλαρώσει ακούγοντας την μουσική της. Το άρωμα του λιβανιού όμως της τράβηξε την προσοχή.

«Τέτοια ώρα λιβάνι; Από πού έρχεται;».

Λαίμαργα ανέπνεε την μυρωδιά του λιβανιού μέχρι που στάθηκε απέξω από μια πόρτα χωρίς να καταλάβει πότε έφτασε εκεί. Δυο μάτια σπινθήριζαν μέσα στη νύχτα. Μια μαύρη κοντή μορφή κουνιόταν φοβισμένα. Δεν φώναξε ούτε κουνήθηκε εκείνη παρά περίμενε. Μέσα στην αχνή φωταψία του δρόμου ξεπρόβαλε ο γάτος. Εκείνη την φορά την πλησίασε. Δεν ήθελε τα χάδια της.

«Τι είναι μικρούλη μου; Που πας πάλι;».

Φοβόταν τις κινήσεις του γάτου, αλλά ήθελε τόσο να τον ακολουθήσει. Ο γάτος δεν πήγε μακριά παρά δυο βήματα. Θυμήθηκε ότι είχε το κινητό της μαζί εφόσον άκουγε μουσική και άναψε τον φακό για να δει καλύτερα. Ο γάτος στεκόταν ακριβώς στο ίδιο σημείο και είχε ακριβώς την ίδια έκφραση θέλησης και λαχτάρας. Τον είδε να αναζητά κάποιον καθώς η φάτσα του κοιτούσε προς την πόρτα.

«Μα τι συμβαίνει γατούλη; Δεν σου ανοίγουν την πόρτα;».

Πήγε να δει τι κοιτούσε το γατί τόσο επίμονα κάθε φορά. Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και ο γάτος μπήκε μέσα τρέχοντας. Τον ακολούθησε φοβισμένη μέχρι ένα δωμάτιο. Είχε ανέβει πάνω σε ένα κρεβάτι άδειο δίχως σκεπάσματα και μαξιλάρι. Ήταν όλο το δωμάτιο άδειο. Το γατί νιαούριζε κλαψιάρικα και επειδή το λυπήθηκε άρχισε να το χαϊδεύει. Το μόνο πράγμα που υπήρχε σε εκείνο το σπίτι ήταν ένα καντηλάκι που τρεμόπαιζε. Μόλις το αντίκρισε αυτό της κόπηκαν τα πόδια.

«Μα τι περιμένει ένα γατί σε αυτό το σπίτι ενώ δεν ζει κανένας εδώ; Γιατί τελικά ανταποκρίθηκε στα χάδια μου και την ομιλία μου;».

Η τρεμάμενη φωνή της έσβησε μόλις η τελευταία φλόγα πνίγηκε στο λάδι του καντηλιού.

Πήγε στο νεκροταφείο. Ήταν γεμάτο από καντηλάκια. Ο κρύος καιρός σκέπαζε τους νεκρούς μαζί με τα μαραμένα φύλλα των δέντρων. Έφτασε στο σημείο που είχε δει τον νεαρό να σπαράζει.
Το καντηλάκι δεν ήταν αναμμένο εκεί. Βρήκε έναν αναπτήρα και το άναψε. Είδε μια κορνίζα με το πρόσωπό της. Κατάλαβε ότι η θλίψη ήταν πλέον κομμάτι της ανυπαρξίας της εφόσον δεν υπήρχε πια ανάμεσα στους ανθρώπους. Πιο δίπλα βρίσκονταν ο πατέρας και ο αδελφός της. Δάκρυσε βουβά όταν θυμήθηκε την δολοφονία στην οδό Θέμιδος.

Άρχισε να χαράζει. Η ανάμνηση πέθανε με μια χούφτα χώμα και αίμα…

15235496_1578415375506038_71412085535547
bottom of page