top of page

Μουσικό Κουτί_© Ellada Kralli

Η μπόρα πάλι έκανε την παρουσία της στα μελαγχολικά δρομάκια των ανθρώπων. Λίγοι θα ήταν έξω βολτάροντας για να ξεχάσουν το παρελθόν τους ή ίσως να διώξουν τις βασανισμένες σκέψεις τους. Οι καρδιές τους αναζητούσαν μια λύτρωση που τίποτα άλλο στον κόσμο σαν την βροχή δεν μπορεί να τους το δώσει. Έτσι και εκείνη κοιτώντας τις σταγόνες στο παράθυρό της παρατηρούσε τον κόσμο που χάνονταν σαν σκιές στα φώτα των δρόμων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  Για λίγο δάκρυσε με τις στάλες που γλιστρούσαν τόσο απαλά στο τζάμι έτσι και τα δάκρυά της τρυφερά έπεφταν στα μάγουλά της. Νοσταλγία για τα παιδικά χρόνια της αθωότητας που η μόνη έννοια τότε ήταν η ανεμελιά και το παιχνίδι. Η λησμονιά των άστρων σαν κοσμήματα μοναδικά που τρέχουν στο χρόνο για να σκεπάσουν το αόρατο δέρμα νεαρών δεσποινίδων. Σκέφτηκε να έβγαινε να περπατήσει μόνη στη βροχή ψάχνοντας να βρει τον τρόπο να φτάσει στη δική της σωτηρία. Το σπίτι της ήταν τόσο παγωμένο που συλλογίστηκε λίγο πριν κλείσει την πόρτα για να φύγει, αν έμενε σε ένα μέρος που οι νεκροί κατοικούν. Θέλησε να μην πάρει ομπρέλα. Πάντα την απεχθανόταν άλλωστε. Της άρεσε η αίσθηση της βροχής να την αγγίζει σαν ένδειξη παρουσίας δίπλα της. 

 

 Οι δρόμοι ήταν έρημοι και μόνο οι πικραμένες ψυχές ηχούσαν στο βάθος της νύχτας με την βροχή να πέφτει. Η βόλτα ήταν ήσυχη και θλιβερή. Εξαπάτηση ονείρων για κάποια λιγοστά λόγια μιας ψεύτικης αγάπης, μα η καρδιά της να ήλπιζε ακόμα. Έχοντας γίνει μούσκεμα στάθηκε κάτω από ένα υπόστεγο μιας ετοιμόρροπης μονοκατοικίας βλέποντας πως ακόμα και τα ερείπια είχαν κάποτε ζωή μέσα τους, όπως ελπίδες και όνειρα, όμως φτάνει κάποια στιγμή η ώρα του θανάτου για όλα και σιγά-σιγά χάνονται από το φως της μέρας. Το βλέμμα της παρέμεινε σε μια λακκούβα με νερό με το σκοτεινό είδωλο της να την κοιτάζει ξεχασμένο κάπου. Μια φωνή ξαφνικά : «Το άκουσες το τραγούδι της βροχής;

                                                                                            
-Ορίστε;».


 

 Σαν σκιά έμοιαζε και εξαφανίστηκε. Ίσως και να το φαντάστηκε, αλλά δεν νοιάστηκε και τόσο. Σαν να άκουσε όμως μια μουσική να έρχεται μέσα από εκείνο το σπίτι. Μπήκε δειλά από ένα γκρεμισμένο παράθυρο. Η οροφή είχε πέσει σε πολλά σημεία και το πάτωμα είχε βραχεί. Μόνο τσιμέντο και καταστροφή. Όλα τα είχαν πάρει οι νεκροί σκέφτηκε τριγυρίζοντας για λίγο εκεί μέσα. Προσπάθησε να ακολουθήσει τη μελωδία του ήχου και πίσω από κάτι τούβλα βρήκε ένα μουσικό κουτί. Φαινόταν αντίκα. Ήταν ξύλινο σκαλισμένο με όμορφες λουλουδάτες λεπτομέρειες και γλυκά αγγελούδια συνάμα. Γύρισε την υποδοχή από κάτω κουρδίζοντάς το και μόλις το άνοιξε ένας φάρος ξεπρόβαλε φωτίζοντας το σκοτάδι. Η μελωδική αρμονία του δεν ήταν τόσο καταθλιπτική σαν τον ήχο της βροχής, μα μαγευτική. Έμεινε ακούγοντας το για ώρες και εκεί μέσα η καρδιά της άρχισε να χτυπά και πάλι.

 

 

 

 


bottom of page