top of page

Φωτογραφίες_© Ellada Kralli

Συνάντησα τον εαυτό μου σε ένα όνειρο και έδειχνε τόσο φοβισμένος. Ήταν στο σκοτάδι του πιο απόκρυφου φόβου. Μια λάμψη με τύφλωσε και ξαφνικά βρέθηκα στην πόλη με τα βλέμματα των κορακιών να με παρατηρούν. Αυτοί ήταν οι λεγόμενοι άνθρωποι. Είδα μίσος, μνησικακία, απέχθεια, αυταπάτη μέχρι και θάνατο. Ο καθένας κρατούσε από ένα μπουκάλι με δηλητήριο. Το κρατούσαν και είχαν στραφεί όλοι προς το μέρος μου και με μια φωνή σαν χορωδία μου ζητούσαν να πιω ένα από αυτά τα χιλιάδες που υπήρχαν. Κοίταξα το μέρος για μερικά δευτερόλεπτα και δυστυχώς δεν μου θύμιζε κάτι. Έτρεξα σε μια μαύρη πύλη αποφεύγοντας να τους ικανοποιήσω. Τότε είναι που απόρησα.

«Γεια σου αδελφούλα μου. Ήρθες να με δεις;

-Μα πως ήρθα εδώ;

-Σε πήρα τηλέφωνο και σου είπα να έρθεις».

Υπήρχαν τόσα πολλά μέσα μου σκέψεις, συναισθήματα και αναμνήσεις. Χαμένα αιωρούνταν σε μια θολή ατμόσφαιρα. Ποια πικρία τελικά γεύτηκα και τι θα με περίμενε μετέπειτα; Η αδελφή μου συνέχισε να μου μιλάει για πράγματα που δεν κατανοούσα. Ξαφνικά έβγαλε από την τσάντα της μια κάμερα και άρχισε να μας τραβάει φωτογραφίες. Έμοιαζα τόσο φοβισμένη και χαμένη.

«Περίμενε εδώ. Θα επιστρέψω σε λίγο».

Δεν ήρθε όμως ποτέ. Με είδα να μεταφέρομαι σε ένα πυκνό δάσος στρωμένο με μωβ τουλίπες. Σαν μια ενδόμυχη ευχή να με άκουσε και με έφερε κοντά στη φύση. Εκεί οι φόβοι μου έσβησαν για ώρες μέχρι το βράδυ. Μια ανυπαρξία είχε απλωθεί γύρω μου με τα ουρλιαχτά των ζώων να με κοντοζυγώνουν. Θλιμμένες φωνές από περιφερόμενες ψυχές με ανατρίχιαζαν σε κάθε μου βήμα μέσα στη σκοτεινιά.

Το δάσος χάθηκε ξαφνικά και σε μια λίμνη βάδιζα πατώντας τα παγωμένα ατσάλινα νερά της. Το σώμα μου έτρεμε και πίστεψα ότι θα παρέδιδα την τελευταία μου πνοή εκείνη την νύχτα. Έκλαψα πολύ και προσευχόμουν για το αύριο που δεν πίστευα ότι θα ζούσα. Περπάτησα αρκετά και τα πέλματά μου είχαν χάσει την επαφή τους με το έδαφος. Είχαν μουδιάσει τόσο πολύ από το κρύο νερό που αισθανόμουν να αιωρούμαι. Η ομίχλη δεν με άφηνε να δω καθαρά το τοπίο και παραπατούσα με πόνο ώσπου ακούμπησα ένα πέτρωμα στη μέση του πουθενά. Το ψηλάφισα και κατάλαβα ότι είχε κυκλική κίνηση καθώς προχωρούσα. Ήταν μια σπηλιά. Αποφάσισα να κρυφτώ εκεί ώστε να μην ακούω και να μην νιώθω τίποτα. Ηρέμησα μέσα σε λίγα λεπτά και σιγά-σιγά με πήρε ο ύπνος. Η ομιχλώδης λήθη του παραδείσου με καλούσε να ταξιδέψω κάπου άλλου.

Δεν μπορούσα να κοιμηθώ καλά. Στριφογύριζα συνεχώς σαν κουβάρι προκαλώντας μεγάλο σωματικό πόνο στον εαυτό μου. Δεν ήταν το πιο ευχάριστο ταξίδι ύπνου που θα μπορούσε κάποιος φανταστεί. Τα μάτια μου ατένιζαν είδη σχημάτων από τα πετρώματα που τα είχε αγκαλιάσει η νύχτα. Μέσα στο λήθαργο του ονειρικού κόσμου μια μορφή με διάπλατα μάτια με κοιτούσε έτοιμη να με αρπάξει μέσα από τον ιστό των παραισθήσεων που είχα χαθεί. Ξύπνησα απότομα με μια κραυγή. Χτύπησα το κεφάλι μου δυνατά στα βράχια και έπεσα ολοκληρωτικά αναίσθητη παραδιδόμενη σε έναν εφιαλτικό τρόμο.

 «Μικρό μου κοριτσάκι δεν πρόκειται να σε χάσω από τα μάτια μου ποτέ ξανά». Μια ταραγμένη φωνή με νανούρισε και αφέθηκα πάλι σε κάποια περίεργα όνειρα.

Ιδρωμένη ξύπνησα κάποια στιγμή σε ένα κρεβάτι. «Μα πως βρέθηκα πάλι εδώ;

-Ξέχασες αδελφούλα ότι κοιμήθηκες εδώ;

-Πρέπει να σου πω κάτι».

Η αδελφή μου με κοιτούσε με ένα βλέμμα βλοσυρό που με τρόμαζε, μα σκέφτηκα να το ρισκάρω και της εξομολογήθηκα τι μου είχε συμβεί. Συνέχισε να με κοιτάζει με το ίδιο βλέμμα.

«Πιστεύω ότι είδες πολλούς εφιάλτες χτες το βράδυ. Δεν σε κατηγορώ. Άλλωστε είδαμε τρεις ταινίες τρόμου».

Απλά συμφώνησα και άλλαξα διάθεση. Σηκώθηκα να πιω γάλα. Ήρθε ξαφνικά και με τραβούσε πάλι φωτογραφίες. Δεν την ένοιαζε αν θα ήταν καλές. Την άφησα να κάνει ότι ήθελε. Όμως δεν σταμάτησε και όπου και να πήγαινα μες το σπίτι μας τραβούσε. Σκαρφίστηκα μια δικαιολογία να βγω έξω μόνη μου για να την αποφύγω.

Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Ήταν νωρίς το πρωί. Πρόσεχα μην πεταχτούν πάλι εκείνα τα κοράκια με την επιθυμία να πιω το γλυκό φαρμάκι τους. Περπάτησα σε σοκάκια της Αθήνας και κανείς δεν βρέθηκε μπροστά μου.

«Είναι κανείς εδώ;», ούρλιαξα με όλη μου τη δύναμη.

 

Έπεσα κάτω κλαίγοντας με λυγμούς κρατώντας τα αυτιά μου ώστε να μην ακούω άλλο την μαρτυρική σιωπή. Τραγούδησα ότι μου ήρθε στο μυαλό ώστε να χρωματίσω την κενή εικόνα. Με έναν μαγικό τρόπο παντού γέμισαν άνθρωποι. Ο καθένας κοιτούσε την δουλειά του, μα με έναν μηχανικό τρόπο δίχως την αίσθηση της φυσικότητας. Ρώτησα μια κυρία που περίμενε στη στάση ενός λεωφορείου αν γινόταν κάποιου είδους γιορτή στην πόλη. Δεν μου απάντησε. Βασικά δεν με πρόσεξε καθόλου. Έφυγα τρομαγμένη από τον ανισόρροπο τρόπο τους και έτρεξα τόσο πολύ που δεν κατάλαβα ότι είχα απομακρυνθεί υπερβολικά από την πόλη. Τα πελώρια σπίτια είχαν μεταλλαχτεί σε δέντρα και η άσφαλτος σε χωματόδρομο. Συνέχισα όμως να τρέχω και έπεσα για μια ακόμη φορά σε μια μαύρη τρύπα.

«Πότε θα μάθεις να ακούς αυτά που σου λέω;

-Ε; Που είμαστε;

-Σπίτι αδελφούλα. Πάνω στην ταράτσα. Μα γιατί κάθε φορά ρωτάς που είσαι;

-Μια στιγμή αφού…

-Έλα να βγάλουμε φωτογραφίες.

-Δεν θέλω». Μόλις άρχισε να τραβάει της άρπαξα την κάμερα και την έσπασα.

«Μα τι έκανες; Τώρα όλα χάθηκαν.

-Τι εννοείς;

-Δεν καταλαβαίνεις; Είμαστε μόνο εικόνες μιας πλασμένης πραγματικότητας.

-Μα…».

Μια γυναίκα τυλιγμένη με ένα μαύρο σάβανο ξεπρόβαλλε και το σώμα μου κοκάλωσε. «Δεν θα ξεφύγεις από μένα κοριτσάκι μου. Κανένας δεν πρόκειται να σε πάρει από μένα.

-Μητέρα; Μα τι συμβαίνει;

-Όταν ξυπνήσεις όλα θα είναι φτιαγμένα αλλιώς.

-Όχι δεν θα σε αφήσω. Αρκετά με πίκρανες για χρόνια. Φύγε απαίσια φιγούρα των παιδικών μου χρόνων.

-Ούτως ή άλλως δεν υπάρχει διαφυγή. Θα σε κρατήσω για πάντα μαζί μου.

-Δεν μπορείς».

Έφυγα όσο γρήγορα γινόταν από εκεί προσπαθώντας να διώξω το φάντασμα της μητέρας μου. Έξω με περίμεναν εκείνοι με το δηλητήριο τους. Είχε δίκιο δεν υπήρχε έξοδος. Ποτέ μου όμως δεν μου άρεσε να παγιδεύομαι σε μια κατάσταση. Δέχτηκα το να πιω από το μπουκαλάκι τους. Λίγο πριν καταπιώ την τελευταία γουλιά η μητέρα μου άφησε μια σπαραχτική κραυγή. Όλα έσβησαν. Ο εφιάλτης πέρασε.

«Θα σε κρατήσω ζωντανή και ας έφυγες μακριά μου».

Είδα φωτογραφίες με στιγμές τις ζωής μου να κείτονται παντού και μια μάνα να προσπαθεί να με αναστήσει όταν συνειδητοποίησε ότι με είχε χάσει για πάντα.

DSC_0308_1b.jpg
bottom of page