top of page

Ο Κήπος Των Συναισθημάτων_© Ellada Kralli

Τα χρώματα του ανέμου σκόρπισαν στο απαλό γκρίζο και εκείνη αμέριμνη σκεφτόταν τον κόσμο των συναισθημάτων της.

Πίστευε ότι αυτό το είχε ως μοναδικό χάρισμα μιας και η πόλη αλλοιωνόταν με το λαμπερό της γαλάζιο και οι άνθρωποι μέρα με τη μέρα έμοιαζαν περισσότερο με σκιές που τα πρωινά έπαιρναν τη μορφή των αγαλμάτων.

Βρισκόταν στο νεκροταφείο βράδυ παρακολουθώντας τα φαναράκια πάνω στους τάφους που τρεμόπαιζαν με τον αγέρα και το θρόισμα των φύλλων που τα άγγιζε.

Κατά λάθος παραπάτησε σε μια ταφόπλακα και ζήτησε συγχώρεση δίχως να περιμένει απάντηση από την νεκρική σιγή του νοτισμένου χώματος.

Έσερνε το κορμί της εκεί με σκοπό να φυλακίσει τα συναισθήματά της σε ένα μέρος που κανείς δεν θα την πλήγωνε ούτε θα προσπαθούσε να την αλλάξει.

Σηκώθηκε ζαλισμένη έχοντας στο δρόμο της κοκκινωπά πεσμένα φύλλα.
Δεν τα είχε ξαναδεί ποτέ τόσες φορές που είχε βαδίσει σε εκείνο το νεκροταφείο.
Άστραψαν τα μάτια της με αυτό το χρωματιστό είδωλο μέσα στη θλίψη της καθημερινότητας.

Ακολούθησε τα φύλλα που οδηγούσαν σε ένα μεγαλειώδη κήπο όπου τα δέντρα είχαν αυτά τα φύλλα και χιλιάδες λουλούδια ζωηρά και πολύχρωμα φανέρωναν μια διαφορετική σκέψη.

Χαμένη στο άρωμά τους και στο μέρος του κήπου αποκρίθηκε μονάχη: «Πόση ομορφιά άραγε να κρύβουν τα συναισθήματα που οι άνθρωποι το θεωρούν πλέον ως δεδομένα;».

Η νύχτα κατέβασε τα φωτεινά της αστέρια μα ο κήπος δεν έδειχνε σκοτεινός, απλά πήρε μια πιο μαγευτική παρουσία καθώς τα άστρα έπεφταν σαν σκόνη πάνω στα πέταλα και τα φύλλα και λαμπύριζαν σαν λυχναράκια.

Κοιμήθηκε γλυκά στην αγκαλιά της χλόης με τον άνεμο να την νανουρίζει τυλίγοντας την να ζεσταθεί με το στρώμα της φύσης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



«Μα γιατί χάθηκες μικρή μου στον κόσμο των συναισθημάτων; Αυτή είναι δουλειά των ανθρώπων.
-Και ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις τι θα νιώσω και που θα χαθώ;
-Δεν είναι ο κόσμος σου αυτός. Πρέπει να γυρίσεις πίσω.
-Μα είναι τόσο όμορφα εδώ γιατί να αφήσω έναν τόπο που μπορεί να τον αισθάνομαι τόσο λυπηρό μα ταυτόχρονα να τον αγαπώ;
-Η θέληση είναι ανθρώπινη υπόσταση και επέλεξες δυστυχώς αυτό το λάθος μονοπάτι. Ξύπνα! Σε λίγο ξημερώνει…».

Είδε την ανατολή του ήλιου να μαυρίζει το μαγεμένο της μέρος και όλα γύρω της σάπιζαν.

Απότομα πέταξε από πάνω της τα σαπισμένα φύλλα και έφυγε τρέχοντας με δάκρυα στα μάτια.
Πίστεψε πως είχε χαθεί σε μια ψευδαίσθηση που από την μεγάλη της προσμονή της δημιούργησε μια παραμυθένια παραίσθηση.

Οι τάφοι όμως άρχισαν να εξαφανίζονται καθώς έτρεχε στο διάβα της.

«Μα γιατί; Γιατί να πρέπει να πέσω στην απώλεια των ανθρώπων;».

Το πρόσωπό της πάγωσε όταν ο ήλιος την ακούμπησε απαλά με τις αχτίδες του.
Πήρε μια σπαραχτική στάση και παρέμεινε εκεί να προσμένει τα συναισθήματα να την μεταφέρουν ξανά στις ανθρώπινες αναμνήσεις.

Οι άγγελοι σιώπησαν το τραγούδι τους μέχρι η νύχτα και πάλι να κυκλώσει τον σιωπηρό τόπο των φαντασμάτων.

me.jpg
bottom of page