top of page

Σκιές_© Ellada Kralli

Τα πρώτα φύλλα έπεσαν και αυτό ήταν σημάδι για το φθινόπωρο που θα έρθει. Η έπαυλη τέτοια εποχή άλλαζε χρώμα και σχήμα και από χαρούμενο φωτεινό κτίριο που ήταν το καλοκαίρι άλλαζε και γινόταν σε μακάβριο και σκοτεινό. Φάνταζε σα μια γκρίζα παραμελημένη εικόνα στον χρόνο. Ο ιδιοκτήτης έμενε μόνος του και συντηρούσε αυτό το τεράστιο σπίτι που το έχτισε με τόσο κόπο και αγάπη. Είχε απορροφηθεί τόσο με το έργο της ζωής του να φτιάξει αυτό το μέρος σαν παράδεισο που δεν έδινε σημασία σε τίποτα άλλο. Κάθε μέρα ξυπνούσε διψασμένος επιθυμώντας να δημιουργήσει κάτι καινούργιο.

Στο Μονοπάτι των Απομονωμένων, όπως το ονόμαζε, ήταν ένας πελώριος κήπος εμπλουτισμένος από θλιμμένα αγάλματα και κρίνα σαν τελευταία πινελιά να φωτίζουν τη λύπη των ακίνητων ομοιωμάτων. Στο τέρμα του κήπου βρισκόταν μια σκάλα σχεδόν γκρεμισμένη, αλλά έτσι την ήθελε για να εκφράζει την καταστροφή και τον χαμό κάποιων ανθρώπων. Κατέβηκε με προσοχή και με κάθε βήμα του ένα μέρος του τοίχου που άγγιζε φώτιζε με δάδες κρεμασμένες που μετά όταν πήγαινε πιο κάτω οι φωτιές πίσω του έσβηναν. Για εκείνον ήταν μια θαλπωρή στη σιγαλιά της νύχτας. Κυρίως το βράδυ του άρεσε να περνάει από εκείνο το σημείο. Στο τέλος της σκάλας παρατήρησε έναν κισσό που είχε απλωθεί στους τοίχους τριγύρω και το άνοιγμα έμοιαζε σαν μια παραμυθένια εικόνα.

Προχώρησε προς τα μέσα και πρόσεξε από ψηλά που έμπαινε το φως της σελήνης από μια τρύπα. Τον αγαλλίαζε η φωτεινότητα και η θέα του φεγγαριού όταν βρισκόταν τόσο κοντά στο σκοτάδι. Άναψε ένα κερί παραδίπλα και φώτισε ζεστά τον χώρο. Ήταν μια βιβλιοθήκη. Την πρόσεχε χρόνια και όταν ακόμα μένανε και άλλοι μαζί του. Ήταν συλλογή μιας ζωής και δεν είχε σκοπό να την χάσει. Χάιδεψε τα βιβλία και για κάποια είχε μάθει ότι προέρχονταν από παγανιστές και ότι τα εξώφυλλά τους ήταν φτιαγμένα από δέρμα. Τον συνεπήρε πάλι η αγάπη του για ανάγνωση. Ακούμπησε το κεράκι πάνω σε ένα γραφείο που υπήρχε εκεί και κατέβασε να μάθει για την ιστορία κάποιων που δολοφονήθηκαν σε ένα βάλτο όχι πολύ μακριά από την έπαυλη. Το βιβλίο ήταν πολύ παλιό που το φύσηξε για να φύγει η σκόνη.  Πάντα τον ενθουσίαζε αυτή η ιστορία και ας μην είχε ανακαλύψει ποτέ ποιοί ήταν εκείνοι που πέθαναν άδικα ή ποιό άτομο ευθυνόταν για αυτό. Μετά από λίγη ώρα τα μάτια του άρχισαν να κλείνουν από την κούραση και έγειρε το κεφάλι του πάνω στο βιβλίο και αποκοιμήθηκε.

 

 «Θα είμαστε για πάντα μαζί σου».

Σηκώθηκε απότομα όταν άκουσε αυτή την απαλή σιγανή φωνή. Το φεγγάρι ακόμα έφεγγε από ψηλά. Το κεράκι είχε λιώσει και επικρατούσε μόνο το σκότος εκεί μέσα. Τότε τον κατέκλυσε μια φοβία που δεν μπορούσε να δει παραπέρα και μόνο ένα μέρος του δωματίου που προερχόταν από ψηλά. Σκέφτηκε να ψηλαφίσει τους τοίχους και με αυτόν τον τρόπο να ανέβαινε στην επιφάνεια. Για λίγο η αναπνοή του δεν ακουγόταν και η σιωπή παραφυλούσε σε κάθε γωνία για να τον αιφνιδιάσει. Τότε είναι που άκουσε πάλι φωνές, αλλά δεν ήξερε από που έρχονταν. Δεν διέκρινε κάποια λέξη για να αναγνωρίσει εφόσον ήταν πολλές και μάλλον επαναλάμβαναν κάτι συνέχεια. Οι φωνές μεγάλωναν και μεγάλωναν και εκείνος ζαλισμένος έπεσε κάτω προσπαθώντας να τα αφήσει όλα αυτά πίσω. Στριφογύριζε και πάλευε μέσα του. Οι φωνές τον πλαισίωσαν ακόμη περισσότερο και τότε σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει μέσα στο μαύρο ιστό που τον περιέβαλε. 

 

Έτρεχε για ώρα και απόρησε γιατί δεν έβρισκε τη διέξοδο για την σκάλα, εφόσον τόσες φορές είχε κατέβει εκεί κάτω. Ποιός να ήταν ο λόγος για αυτή την αποστροφή; Μια φωνή μέσα του είπε :

 

«Μάλλον είναι η αλήθεια».

 

Σαστισμένος σταμάτησε και κατάλαβε επιτέλους που είχε φτάσει. Ήταν ένα κάλεσμα από τις ψυχές του βάλτου. Ξεκίνησαν ένα μελωδικό ψαλμό που τον υπνώτισε και προχώρησε προς τον βάλτο μέχρι που χάθηκε όπως εκείνοι, δίχως να μάθει και πάλι το γιατί.

 

«Ήταν όνειρο τελικά;», και σκούπισε το μέτωπό του που είχε ιδρώσει. Άφησε το βιβλίο και πάλι στη θέση του και αποφάσισε να επιστρέψει. «Χαίρομαι που και εγώ αποτελώ ένα μέρος του σπιτιού εδώ και ποτέ δεν πρόκειται να το αφήσω».

 

Σαν ο ήλιος σιγά-σιγά έδινε αποχρώσεις του πορτοκαλί πάνω στα γκρίζα σύννεφα τότε μαζί και αυτός μίλησε πάλι με τις φωνές και τις ακολούθησε εκεί που το φως της μέρας δεν φτάνει και μόνο η άβυσσος είναι η μοναδική συντροφιά για την μίζερη ύπαρξή τους.

27081632396_f7fe7d4608_b.jpg
bottom of page