top of page

Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ_© Ellada Kralli

  Έβλεπε την καρδιά της να διαλύεται μέσα σε εκείνα τα λιγοστά δευτερόλεπτα που την κρατούσαν στη ζωή. Μια μαρτυρία ψυχής που τα πέταλά της για πολύ λίγο φωτίστηκαν από την αυγή και μετά μαράθηκαν με τον νυχτερινό θάνατο. 
 
Ένα σκούρο κάστρο έχασκε ταπεινά με την όψη του ήλιου που έπεφτε γλυκά πάνω στα κεραμίδια. Το κόκκινο φως μάγευε ακόμα όλους τους αυλικούς και τους οδηγούσε σε ένα μονοπάτι γεμάτο σκέψεις. Ποτέ δεν ακούστηκε κάποια κακεντρέχεια για τον άρχοντα του κάστρου ακόμα και από εκείνους των κατώτερων τάξεων. Επικρατούσε ηρεμία για πολλά χρόνια δίχως την δημιουργία οποιασδήποτε διχόνοιας. Ένα πρωινό όμως ένας μακρινός πολεμιστής ερχόμενος από την κατεστραμμένη του χώρα βρέθηκε πληγωμένος έξω από τις πύλες του κάστρου. Όλοι φοβήθηκαν για το τι μπορεί να τους προξενήσει ένα καινούργιο μέλος στην μικρή κοινωνία τους, αλλά ο άρχοντας διέταξε τους φύλακές του να τον πάνε γρήγορα στο κατάλυμα του μοναδικού γιατρού σε εκείνο το μέρος. Καιρό έκανε να συνέλθει από τα βαθιά του τραύματα. Μια μέρα ο άρχοντας του απεύθυνε τον λόγο : «Για πες μου πόσο μακρινές είναι οι πατρίδες;
 
-Οι πατρίδες δεν γνωρίζουν πρόσωπα μόνο μάχες για ζωή».

Θέλησε να μην συνεχίσει την συζήτηση και να τον αφήσει να αναρρώσει. Τον έπνιγε όλη αυτή η φροντίδα και όλος εκείνος ο διαφορετικός κόσμος που άφησε πίσω για να γνωρίσει έναν νέο και αλλιώτικο. «Οι συνήθειες είναι οι πυξίδες της μοναξιάς όταν πλέκονται σε μια κλωστή από κρυστάλλινα όνειρα», μονολογούσε σκεφτόμενος την χαμένη του πατρίδα.

Έβλεπε με τα μάτια του ένα μέρος που του θύμιζε τόσο μακρινό από εκείνο που έμαθε να ζει. Όταν ένιωσε έτοιμος μέσα του μίλησε στον άρχοντα για τα κατορθώματά του για πολέμους που είχε δώσει από παιδί για τη σωτηρία της πατρίδας του, μα τα λάθη των ανθρώπων έφεραν την χώρα του στην καταστροφή. Στάχτες μονάχα αντίκριζε και μια πένθιμη κοιλάδα από τα περασμένα πρόσωπα της δικής του εποχής. Ο άρχοντας έγνεψε με κατανόηση και προς τιμήν του για την γενναιότητα και την ανδρεία του τον έχρισε υπαρχηγό των μαύρων ιπποτών του.
 
Κυριάρχησε ξαφνικά το μίσος στις καρδιές των ανθρώπων για την διαφορετικότητα που υπήρξε μόνο σε ένα πρόσωπο. Με τα χρόνια έγιναν πολλές διαμάχες, τόσες που τα μάτια τους ποτέ δεν είχαν δει. Ο πόλεμος και ο θάνατος είχε ριζώσει σε εκείνα τα πάτρια εδάφη που διάφοροι χωρικοί άρχισαν να πιστεύουν ότι για τη συμφορά της πατρίδας τους έφταιγε ο ερχομός εκείνου του πολεμιστή. Σε μια μεγαλόπρεπη γιορτή έχοντας δώσει την τελευταία του μάχη ο άρχοντας του επιφύλασσε ένα όμορφο δώρο για την επιστροφή του ως ο μοναδικός επιζών από το τάγμα των μαύρων ιπποτών. Η μουσική διαφοροποιήθηκε και όλοι σιώπησαν μεμιάς όταν βγήκε πίσω από τις βελούδινες κουρτίνες μια κοπέλα λικνίζοντας το κορμί της με το ρυθμό της μουσικής. Δεν ήταν παρά μια φτωχή χωρική που την ανακάλυψε σε ένα πανηγύρι ο άρχοντας. Όταν τελείωσε τον χορό έτρεξε να υποκλιθεί με ενθουσιασμό στον ιππότη και αμέσως την σήκωσε δίνοντάς της ένα χειροφίλημα.
 
Οι σύμβουλοι του άρχοντα, όμως με τον καιρό είχαν παρακολουθήσει τις κινήσεις του ιππότη και δεν ενέκριναν καθόλου τη μυστική σχέση που είχε συνάψει με εκείνη την χορεύτρια. Την θεωρούσαν επικίνδυνη για τα αυριανά τους σχέδια. Βρέθηκε η κατάλληλη στιγμή μέσω μιας μυστικής τους συνωμοσίας για να τα ανατρέψει όλα. Μια νύχτα όταν ο ιππότης αποχαιρετούσε την αγαπημένη του φύλακες ξαφνικά τους περικύκλωσαν και εκείνος μάταια προσπάθησε να την προστατεύσει. Με κουκουλωμένα τα κεφάλια τους οδηγήθηκαν στα βαθιά μπουντρούμια του κάστρου. Σάστισε όταν είδε τους συμβούλους να τον κοιτάζουν κατάματα, ενώ εκείνη δάκρυζε σιωπηλά σκυμμένη. Τότε ένας από τους συμβούλους πήρε το σπαθί του και του το κάρφωσε στην καρδιά και εκείνη σπάραξε από τον πόνο του χαμού του. Μόνο εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα πριν την θανατώσουν μπροστά του την κοίταξε μέσα στα μάτια της λέγοντας : «Θα σε ξαναβρώ καλή μου στο υπόσχομαι» και τότε πέθανε δίπλα του με το αίμα τους ενωμένο πια να κυλάει στις πέτρινες πλάκες.

 

bottom of page