top of page

Κόκκινο Φεγγάρι_© Ellada Kralli

Μια νύχτα όπως όλες οι άλλες σκέφτηκε να αγναντέψει τα αστέρια. Της άρεσε έτσι όπως τρεμόπαιζαν,έπεφταν και χάνονταν στον ωκεανό. Ήταν ένα όμορφο συναίσθημα που της προκαλούσε δάκρυα και αναμνήσεις από κάποιες διαλυμμένες συζητήσεις γεμάτες πικρία. Τόσες φορές χάζευε και ονειροπολούσε για έναν ατελείωτο κόσμο που θα μπορούσε να υπάρχει ψηλά στα άστρα και σχεδίαζε με την φαντασία της πρόσωπά και  χαρακτηριστικά. Έντονη ομορφιά σαν μια  ιπτάμενη θάλασσα περιτριγυρισμένη από τα μικρά φαναράκια να φωτίζουν τον δρόμο της απώλειας και δημιουργώντας ένα αλώβητο πλέγμα με πόνο και χαρά, παίζοντας με την γένεση των θαυμάτων. Έτσι αγνάντευε την ανθρωπότητα με την δικιά της φαντασία.

 

Είχε επηρεαστεί απο τις ιστορίες του πατέρα της,αφού για χρόνια ολόκληρα,μιας και ήταν αστρονόμος,κοίμιζε την κορούλα του κάθε βράδυ με φανταστικές δημιουργίες. Ήθελε να μαθαίνει ακόμα περισσότερα καθώς μεγάλωνε. Την μεγάλη και την μικρή άρκτο να σχηματίζουν σχέδια και να ταλαντεύουν για κάτι μακρινό και ακαθόριστο. Όμορφοι αστερισμοί ο καθένας με τον δικό του τρόπο σε ταξίδευε σε άλλο τόπο και διαφορετική εποχή. Τα μηχανευόταν με το μυαλό της έτσι τόσο αθώα και δεν σταματούσε να λέει στον πατέρα της πως πιστεύει στην ύπαρξη όντων πάνω στα αστέρια. Εκείνος διαφωνούσε προσπαθώντας να της δώσει να καταλάβει πως στα αλήθεια υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες σαν τον δικό τους και ότι πολύς κόσμος δεν το πιστεύει αυτό. Μεγάλες συζητήσεις με κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Βέβαια εκείνος είχε ανακαλύψει κι άλλα που εκείνη αγνοούσε μέχρι και απειλή για την ζωή τους, γιατί η περιέργεια του ήταν μεγάλη. Η Χριστίνα το μόνο που την ένοιαζε ήταν να βρει τρόπο να αποδείξει στον πατέρα της την ύπαρξη όντων στα αστέρια.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ένα βραδάκι,επιστρέφοντας από επίσκεψη σε μια φίλη, της απέσπασε την προσοχή κάτι φωτεινό που προερχόταν από ένα κοντινό δάσος καθοδόν για το σπίτι της. Της είχε απαγορεύσει ο πατέρας της να περνάει από εκεί, μα η περιέργειά της νίκησε. Φοβούμενη για το οτιδήποτε ανεξήγητο και κρατώντας ένα κλαδί για προστασία περπάτησε μέχρι αυτό το φως. Εκείνη την στιγμή που έφτανε να το πλησιάσει χάθηκε.....

 

«Ποιά είσαι εσύ;», μια φωνή τόσο τρομαχτική που της προκάλεσε αναταραχή. Έπεσε καταγής λιπόθυμη από τον φόβο.

 

Ξύπνησε απότομα και βρέθηκε στο κρεβάτι της. «Μήπως τελικά ονειρευόταν ή όντως αντίκρισε αυτό το παράξενο φως; Ποιά ήταν αυτή η φωνή και από πού προερχόταν;».

Σταμάτησε για λίγο από αυτές τις μαρτυρικές σκέψεις της και έκανε ένα ντους να χαλαρώσει. Έχοντας κλειστά τα μάτια της απολαμβάνοντας το νερό πάνω σtο σώμα της, ένιωσε κάτι να χαϊδεύει το γυμνό κορμί της και έπεσε κάτω. Κουλουριάστηκε και άρχισε να κλαίει. Είχε πειστεί πως κάτι την παρακολουθούσε και συμπέρανε ότι όλα κατέληγαν σε εκείνο το φως και την φωνή. Σιγουρεύτηκε με αυτή την θεωρία. Σκεφτόταν ώρες για το τι μπορεί να συνέβαινε αν κάτι ήρθε από κάποιον αστερισμό. Ήταν ένα συμπέρασμα αβέβαιο και σκοτεινό.

 

Με το ξημέρωμα της μέρας άρχισε νέα μελέτη περί των άστρων του σύμπαντος. Πέρασε ώρες πολλές βρισκόμενη σε μια ασάφεια εννοιών χωρίς να βρίσκει τον κατάλληλο συνειρμό να κάνει μια σύνδεση μεταξύ τους. Όλα πολύπλοκα και δυσνόητα με επιστημονικούς όρους και κοιτούσε κάθε λίγο το λεξικό για την σημασία τους.

 

Τίποτα απολύτως δεν μπόρεσε να διαλευκάνει και όλα πίστευε ότι ήταν μηχανορραφίες του φτωχού μυαλού της. Μέχρι που πείστηκε ότι μπορεί να είναι ένα ψέμα και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων όλα τα είχε ξεχάσει. Κοιμήθηκε, αφού είχε ξαγρυπνήσει για ακόμα μια φορά ατενίζοντας τον διαμαντένιο ουρανό λέγοντας διάφορες ιστορίες σαν να τις εξιστορούσε σε μικρό παιδί. Μετά από αρκετές ώρες ύπνου σηκώθηκε αναζητώντας τον πατέρα της. Σπάνια θα τον έβρισκε σπίτι, διότι τις περισσότερες φορές έλειπε είτε σε επιστημονικά συμβούλια είτε σε διάφορες μελέτες του. Δεν είχε τόσο χρόνο για την κόρη του όσο παλιά. Δεν της έδινε καμία σημασία και αυτό την πλήγωνε ακόμα περισσότερο. Ένα μικρό και αθώο παράπονο που δεν του είχε εκμυστηρευτεί ποτέ.

Μια μέρα στο σχολείο, στο μάθημα της Φυσικής, ο καθηγητής αναφέρθηκε στο φαινόμενο του κόκκινου φεγγαριού και έδειξε μεγάλη προσήλωση. Την δελέαζαν όλα τα περίεργα φαινόμενα της φύσης και κυρίως ότι συσχετιζόταν με το σύμπαν. Μόλις επέστρεψε σπίτι μελέτησε αυτό το φαινόμενο. Ούτε να κατεβεί για φαγητό δεν σηκώθηκε. Διασταύρωσε πληροφορίες πάνω στο ασυνήθιστο γεγονός της αλλαγής του φεγγαριού. Έμαθε πως ονομάζεται σεληνιακή έκλειψη και ότι αυτό συμβαίνει σε περίπτωση που η Γη παρεμβάλλεται ανάμεσα στη Σελήνη και τον Ήλιο. Αυτό γίνεται με την μετακίνηση της Σελήνης στη ζώνη της σκιάς που ρίχνει πάνω της η Γη και έτσι ο δορυφόρος σταδιακά αλλάζει χρώματα από γκρι σε πορτοκαλί ή στο βαθύ κόκκινο.

 

«Επιστημονικές απόψεις», σκέφτηκε για λίγο η Χριστίνα και κοίταξε να το ερευνήσει και κάπου αλλού. Θυμήθηκε κάτι παραμύθια που της διηγιόταν η γιαγιά της όταν ήταν μικρή και ειδικά ένα με κόκκινο φεγγάρι, με φρικιαστικά τέρατα που κυνηγούσαν μικρά παιδιά και τα σκότωναν. Βγήκε για μια βόλτα πηγαίνοντας στην κοντινή βιβλιοθήκη και διάβασε αμέτρητους αστικούς θρύλους που με τα χρόνια είχαν αλλάξει, μετατρέποντας τα σε παραμύθια για να φοβίζουν οι μεγάλοι τα παιδιά τους, απαγορεύοντας τους κάποια πράγματα και αν τυχόν παρακούσουν τότε θα έρθει το τέρας να τους φάει. Έφτασε σε σημείο να συνδέσει τις δυο πλευρές,μήπως και υπήρχε κάτι που οι επιστήμονες απέκλειαν και απλά το διέγραψαν.

 

«Και αν όντως ήταν αληθινοί αυτοί οι θρύλοι και οι μύθοι συνάμα, ποιά ακατανόητη μεταφυσική δύναμη απέκρυπτε τα πραγματικά γεγονότα;», έλεγε μέσα στις σκέψεις της.

Σαγηνευτικοί νέοι που με μια ματιά τους έκαναν και τον πιο ισχυρό βασιλιά να αφήσει όλο του το βασίλειο στα χέρια τους και το βράδυ να καταδιώκουν πίνοντας το αίμα αγνών παιδιών και παρθένων δεσποινίδων.

 

«Αδύνατο να συμβαίνει αυτό!», φώναξε με οργή.

«Πώς οι άνθρωποι καταπιάνονται από τέτοιες δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις; Όλα τα ανεξήγητα δηλαδή στην παλαιά εποχή στηριζόταν μόνο σε αυτά; Αδύνατον!».

 

Κούρνιασε σε μια γωνία βάζοντας τα χέρια της στο μέτωπο, προσπαθώντας να δώσει μια εξήγηση στην ύπαρξη του κόκκινου φεγγαριού, αν ίσχυε το θεωρητικό κομμάτι ή μια άλλη αλλοιωμένη φύση. Παρατήρησε πως κατά τη διάρκεια της έκλειψης έχουν καταγραφεί περίεργες καταστάσεις σε πολλά μέρη του πλανήτη, κοιτώντας διάφορα βίντεο στο ιντερνέτ που της προκάλεσαν ανατριχίλα.

Ήταν ένας νέος λαβύρινθος εξερεύνησης. Αποφάσισε να το συζητήσει με τον πατέρα της, μα όπως πάντα απέτυχε παταγωδώς ,εφόσον εκείνος αλλού είχε στρέψει την προσοχή του με μανία. Έχοντας τρελαθεί κλεισμένη ώρες ατελείωτες στο σπίτι, βγήκε να περπατήσει, να καθαρίσει το μυαλό της με αυτό το καινούργιο μυστήριο που της είχε καρφωθεί και ήθελε να ξεχαστεί με του άνεμου τη ροή. Στο πέρασμά της βρέθηκε σε εκείνο το δάσος,αβέβαιη αν είχε ξαναπεράσει από εκεί ή ήταν απλά ένα όνειρο που είχε φυλακίσει μέσα της. Φοβόταν τη θέα των δέντρων που έμοιαζαν σαν τα τέρατα που μελετούσε και αναρίγησε. Τελικά δεν συνέχισε και γύρισε πίσω. Κάτι την έκανε να τρομάξει πολύ. Ίσως μια μορφή ή παραίσθηση σκοτεινή; Ανεξερεύνητο!

 

Σταμάτησε την μανιακή της μελέτη με το φαινόμενο της Σελήνης, επειδή είχε την υπόνοια πως κάτι θα την καταδιώκει μια ζωή. Μέχρι που έφτασε στο σημείο να την ξεχάσει, αφού ότι είχε ψάξει κατέληξε στα σκουπίδια.

Οι μέρες κυλούσαν χωρίς κανένα νόημα,ανιαρές, βαρετές. Ώσπου ξανά στο μάθημα της Φυσικής κατέληξε πάλι στο φαινόμενο ο καθηγητής, λέγοντας μάλιστα πως θα συμβεί εκείνη τη μέρα και θα είναι ένα σπουδαίο θέαμα για την ανθρωπότητα, μιας και συμβαίνει πολύ σπάνια! Σκίρτησε το ψεγάδι της φοβίας και το άφησε να χαθεί σε σκέψεις. Ξαφνικά σαν να είχαν όλα μια βάση.

 

«Το δάσος» ...σιγοψιθύρισε.

 

Όλοι ανάμεναν για το βραδινό συμβάν σαν μια γιορτή,σαν φεστιβάλ. Κρυφά από τον πατέρα της ξεπόρτισε παρότι δεν θα έδινε και ιδιαίτερη σημασία. Τράβηξε στο σκιερό και απρόσιτο δάσος, κάνοντας τον σταυρό της και μια προσευχή.Είχε πειστεί πως δεν θα ζήσει μέχρι την ανατολή. Προχώρησε βαθιά στο δάσος, μέχρι που κουράστηκε και έκατσε να ξαποστάσει πάνω σε ένα γερασμένο κορμό δέντρου δίπλα από έναν ποταμό. Καθώς έσκυψε να πιεί νερό κάτι την παρακίνησε να κοιτάξει τον ουρανό. Έμεινε άφωνη με τη θέα του κόκκινο φεγγαριού. Έδειχνε ματωμένο,απο το χρώμα που το αγκάλιαζε και φάνταζε σαν κάτι αλλιώτικο.

Και εκεί κάτω από το ζοφερό ουρανό, σε μια στιγμή, βρέθηκε σε ένα μαύρο βάλτο που άρχισε να την περιστοιχίζει με αίμα. Ξύπνησε από το ξόρκι της ύπνωσης στην υποταγή της Σελήνης και είδε να αχνοφαίνεται μέσα από τα δέντρα η φιγούρα μιας κοπέλας ντυμένη με ένα μακρύ σκούρο φόρεμα κρατώντας μονάχα ένα φαναράκι για να φωτίζει τον δρόμο της. Συνοδευόμενη απο μιά αντρική παρουσία,πλησίασε την Χριστίνα η οποία δεν είχε πια φωνή για να ουρλιάξει και την χάιδεψε απαλά στο μάγουλο καθησυχάζοντάς την.

«Λίσα αρκετά. Ήρθε η ώρα να γίνει μια από εμάς.

-Ποιός είστε εσείς και γιατί είμαι εδώ;

-Μην ανησυχείς Χριστίνα δεν πρόκειται να σε σκοτώσω, ούτε να σε τρομάξω θέλω. Καιρό σε παρακολουθούμε και γνωρίζουμε το καθετί για σένα και με πόση προσήλωση μελέτησες για μας.

-Δεν είναι δυνατόν. Δεν γίνεται να υπάρχετε. Μου κάνετε πλάκα ; Έναν εφιάλτη βλέπω και θα ξυπνήσω !

-Όχι καλή μου όλα όσα βλέπεις και νιώθεις είναι αληθινά. Ακόμα δεν έχεις καταλάβει την ζωή σου που χάνεται μέσα σε αυτόν τον βάλτο. Μου φαίνεται περίεργο πως και δεν αισθάνεσαι αδυναμία ακόμα. Εμείς δεν διαλέγουμε τυχαία άτομα!Θέλω να γίνεις η βασίλισσα μου. Καμία δεν ήταν αντάξια σου και έχω ψάξει μέσα σου.Ξέρω πως είσαι εσύ η μια και μοναδική.

-Μα........».

Το βλέμμα της άρχισε να βαραίνει και η αδυναμία περιφερόταν σε όλο της το κορμί και σαν μαγεμένη πάλι δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του.

«Είσαι βρικόλακας», είπε με δυσκολία και φόβο.

Εκείνος την άρπαξε από τον λαιμό και με λύσσα την δάγκωσε! Σαν μια αγνή ιερή φωτιά τρέχει το αίμα της στο άψυχο σώμα του.

«Θες να γίνεις λοιπόν βασίλισσά μου ή να γίνεις ορεκτικό για τα παιδιά μου;».

Έκανε ένα καταφατικό νεύμα αφού μέσα της απέμεναν ελαχιστα ίχνη ζωής.

Εκείνος της έδωσε να πιεί το αίμα του σε ένα δισκοπότηρο και η Χριστίνα με μανία το κατάπινε νιώθοντας το σώμα της να καίει από επιθυμία και λαχτάρα στη γεύση του αίματός του. Αναστήθηκε και μετατράπηκε σε ένα γοητευτικό βρικόλακα δίπλα στον Ραφαέλ Ντου Μπάρι απόγονο της βασιλικής οικογένειας των αιμοδιψών Βλαντίμιρ. Με ματωμένα δάκρυα τον κοίταξε τυλιγμένη μέσα στην αγκαλιά του.

«Δεν θα ξαναδώ τον πατέρα μου, τους φίλους μου, το σπίτι μου.

-Αυτό είναι το μεγαλύτερο τίμημα από όλα γλυκιά μου Χριστίνα. Από την αρχή είχες το πάθος να μάθεις τι κρύβεταικαι τι ο κόσμος αγνοεί. Τώρα είσαι δικιά μου και κανένας δεν θα σε πάρει από κοντά μου».

Ξεγλιστρώντας από την αγκαλιά του θέλησε να κάνει μια βόλτα στο δάσος που βίωνε την παράδοξη φοβέρα. Ντυμένη στα λευκά και μέλος μιας νέας οικογένειας ,αισθάνθηκε το χώμα και τα πλάσματα διαφορετικά.

Η Σελήνη ξέφευγε από το κόκκινο ορίζοντα και άρχισε να διακρίνεται το λευκό της περίβλημα. Με θλίψη αποχαιρέτησε την παλιά της ζωή και το μόνο που την παρηγορούσε ήταν ότι επιτέλους συνάντησε τον κόσμο της αστρικής γης. Μια χαιρέκακη ευτυχία......... ο ήλιος ανατέλλει........ εξαφανίστηκαν με το φως της αυγής.

bottom of page