top of page

Η ΜΑΣΚΑ_© Ellada Kralli

  Στεκόταν μόνη στον πύργο της σκεπτόμενη τις πράξεις του περασμένου κόσμου. Ο πόλεμος είχε πάψει εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Το θέμα του πολέμου πάντα την έθλιβε. Θυμήθηκε τον χαμό του αγαπημένου της. Τα νέα του θανάτου του αναγγέλθηκαν ένα κρύο πρωινό του χειμώνα. Συνειδητοποίησε ότι και τώρα ήταν χειμώνας. Καθόταν στο κρεβάτι εκείνου που κοιμόταν κάποτε εκεί και χάιδευε με στοργή το προσκεφάλι. Τα δάκρυά της κύλησαν με την εικόνα του προσώπου του στο μυαλό της. Δεν άντεχε άλλο να ζει με αυτή την ανάμνηση. Έφυγε από το δωμάτιο κλειδώνοντας την πόρτα πίσω της. Καμία φωνή δεν ακουγόταν από τον πύργο. Φώναξε δυνατά :
«Κανένας δεν είναι εδώ;».
 Γνώριζε όμως την αλήθεια, την οποία η ίδια απέφευγε εδώ και καιρό. Χαμήλωσε το βλέμμα της στα πέτρινα σκαλοπάτια του πύργου.
«Πόσοι ακόμα θα χαθούν για να βρουν τη γαλήνη;».
 
Κατέβηκε μετά από λίγο τα σκαλοπάτια έχοντας για φως ένα καντηλάκι. Το εσωτερικό του πύργου είχε παρακμάσει. Υπήρχαν ρωγμές και σε κάποια σημεία έλειπαν κομμάτια, τα οποία είχαν καταρρεύσει με την πάροδο των ετών. Έφτασε σε μια αίθουσα χορού, όπου παλιά είχε ακούσει τις πιο άψογες και γλυκές μελωδίες και επίσημα πρόσωπα στροβιλίζονταν μαζί με ροδαλές και λεπτεπίλεπτες δεσποινίδες. Η αίθουσα είχε σκοτεινιάσει και μουσική δεν αντηχούσε πια. Μόνο η μελαγχολία της κυριαρχούσε παγιδευμένη στο χρόνο που εκείνοι οι άνθρωποι την άφησαν πίσω. Άγγιξε απαλά τις πολυθρόνες και τους καναπέδες με τις χρυσές λεπτομέρειες ολόγυρά τους. Κοίταξε ύστερα την τραπεζαρία που την κοσμούσε μόνο ένα κηροπήγιο. Είχε σκονιστεί και το καθάρισε με το μαύρο δαντελένιο της φόρεμα. Το καντηλάκι το έσβησε και άναψε το μικρό μαύρο κερί. Απέναντι υπήρχε ένας καθρέπτης. Είδωλο ανθρώπου δύσκολα να φανεί, εφόσον είχε θαφτεί με σκόνες και ιστούς. 
 
Ύψωσε πάλι μια μεριά από το φόρεμά της και καθάρισε λίγο ένα μικρό σημείο του καθρέπτη. Το κηροπήγιο έπεσε από το χέρι της.
«Ποιά είμαι; Αυτό δεν είναι το πρόσωπό μου».
 Άγγιξε το πρόσωπό της διεξοδικά και κατάλαβε ότι φορούσε μια μάσκα. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που είχε να αντικρύσει τον εαυτό της σε καθρέπτη. Έβγαλε τη μάσκα, η οποία είχε ραγίσει. Την πέταξε στο πάτωμα. Με το λίγο φως που ερχόταν από το πεταμένο κερί είδε ξανά τον εαυτό της στον καθρέπτη, αλλά αυτή τη φορά με το πραγματικό της πρόσωπο. Τότε ο καθρέπτης ράγισε και τα κομμάτια έπεσαν χιλιάδες στο πάτωμα. Έκλαιγε με αναφιλητά τρέχοντας προς την κορυφή του πύργου. Δεν είχε προσέξει όμως ότι με την πτώση του κεριού η αίθουσα έπιασε φωτιά και ότι ο πύργος φλεγόταν.
 
Ήταν στην κορυφή του πύργου και ακόμη έκλαιγε. Έφτασε μέχρι την άκρη και άφησε τον εαυτό της να χαθεί, όπως εκείνοι που μάγεψε κάποτε και πλέον ήταν νεκροί...

bottom of page