top of page

Κόκκινο Φεγγάρι : Η Προφητεία_© Ellada Kralli

Μόλις είχαν πέσει τα πρώτα φύλλα του φθινοπώρου. Δεν θα αργούσε να έρθει και ο χειμώνας σε εκείνο το σκοτεινιασμένο μέρος. Συχνές καταιγίδες και υγρασία. Πολύ σπάνια μια ηλιόλουστη μέρα! Το πιο όμορφο από όλα ήταν τα πανύψηλα δέντρα και η πρασινάδα από τις πεδιάδες και τα λιβάδια με τα αγριολούλουδα που χύνονταν πιο κάτω,  φτιάχνοντας στεφάνια για το ξεκίνημα της μέρας. Μα μελαγχολία να κυλάει στις χαράδρες και δάκρυα να κρυφοπέφτουν στις λακουβίτσες που είχε δημιουργήσει η βροχή. Κανένα ίχνος της Χριστίνας.

«Έχασα την κόρη μου Ρικ και για όλα φταίω εγώ! Αν δεν είχα αφιερώσει την ζωή μου στις επιστήμες και της έδινα παραπάνω σημασία ίσως......

-Μην βασανίζεις τον εαυτό σου φίλε μου. Πιστεύω πως θα βρεθεί. Έτσι, κάνουν τα σημερινά παιδιά.

-Μπορείς να καταλάβεις ότι έχει εξαφανιστεί εδώ και 2 χρόνια;

-Με συγχωρείς, δεν ήθελα να σε ταράξω. Έχεις δίκιο....».

Μια απώλεια,τίποτα δεν θα μπορούσε να καλύψει το κενό αυτής της τραγωδίας. Είχε δοκιμάσει κάθε τρόπο, την αστυνομία, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, γνωστούς και φίλους, αλλά τίποτα. Οι τύψεις τον πέταξαν στα συντρίμμια της κόλασης και οι δαίμονες ορμούσαν με δύναμη στο μυαλό του δοκιμάζοντας τις τελευταίες στάχτες της ντροπής. Είχε ριχτεί σε ένα ατελείωτο σκοτάδι και σε μια επανάληψη καθημερινών πραγμάτων. Ένα βράδυ που είχε αποκοιμηθεί στην καρέκλα του γραφείου του, παρασυρόμενος από άλλο ένα μεθύσι του, ένα ρίγος τον έκανε να σηκωθεί ταραγμένος. Δεν ήταν κάτι, μα νόμιζε ότι είδε μια οικεία μορφή με αέρα μιας άλλης εποχής. Μπορεί να άρχιζε να χάνει τα λογικά του, δεν ήξερε να δώσει μια εξήγηση οπότε παρέμεινε απράγμονας σε κάτι ανεξήγητο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 Σκέφτηκε την επόμενη μέρα να επισκεφτεί το δάσος που είχε απαγορεύσει στην κόρη του ως προορισμό. Κατά κάποιο τρόπο ένιωθε την παρουσία της σε εκείνα τα νεκρά δέντρα. Ξάπλωσε να ατενίσει τα αστέρια, όπως συνήθιζε να τα χαζεύει η Χριστίνα και οι λυγμοί δεν άργησαν να έρθουν.

«Μοναδικό το πως μπορείς να χαθείς σε ένα ταξίδι στον ουρανό», μονολόγησε σιωπηλά και η φωνή του σταμάτησε στα χρονικά μιας στιγμής που θυμόταν την κόρη του να μετρά αστερισμούς και να καταγράφει νυχτερινούς σχηματισμούς. Μετά από λίγη ώρα αποκοιμήθηκε και δεν είχε κανένα φόβο που ήταν μόνος. Σωριάστηκε σαν ένα πτώμα μόλις θαμμένο, άψυχο. Η πνοή από τα πνευμόνια του ελάχιστη. Μακάρι να πέθαινε εκείνη την στιγμή. Κάθε μέρα ευχόταν να τον πάρει ο θάνατος και να τον στείλει σε βασανιστήρια πληρώνοντας για τα λάθη της τωρινής ζωής του. Το φως του ήλιου τον έκαιγε και απογοητευμένος επέστρεψε στο σπιτικό του. 
Οι υπηρέτριες είχαν καθαρίσει τα πατώματα με το συνηθισμένο άρωμα πράσινου σαπουνιού, φρεσκοπλυμένα σεντόνια είχαν στρωθεί στα κρεβάτια σε όλα τα δωμάτια, αν και περισσότερο στοιχειωμένα φαίνονταν. Όλα ήταν στην εντέλεια και απαστράπτοντα.

«Κύριε Στάρχαμ να σερβίρω φαγητό;», μετά από λίγο : «Κύριε Στάρχαμ;

-Ορίστε.

-Να σερβίρω φαγητό;

-Α! βέβαια».... με πικρία έβγαλε αυτά τα λόγια και γνώριζε πως δεν θα μπορούσε να κατεβάσει μπουκιά, μα δεν ήθελε να δίνει δικαίωμα στο υπηρετικό προσωπικό. Με δυσκολία κατάπιε μόνο δύο μπουκιές και έδωσε βάση στο ποτό. Τυλίχτηκε ξανά σε αυτό το κολαστήριο που του έπλαθε μια διαφορετική πραγματικότητα. Κλείστηκε στο δωμάτιο του και φαντάστηκε την κόρη του. Θυμήθηκε τις παλιές ιστορίες που της έλεγε πριν κοιμηθεί και άρχισε να αφηγείται. Κατέστρεφε τον ίδιο του τον εαυτό και προσπαθούσε να καταπιαστεί με οτιδήποτε, αναζητώντας έναν λυτρωμό. Ακουγόταν σε όλο το σπίτι και οι υπηρέτριες σιγομιλούσαν. Έσταζε φαρμάκι η γλώσσα ορισμένων και άλλες έκλαιγαν για αυτή την κατάληξη του αφέντη τους.

«Αυτός την σκότωσε να το ξέρετε.

-Άννα σταμάτα σε παρακαλώ. Δεν ξέρουμε αν ο Κύριος Πίτερ έκανε αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα το οποίο αναφέρεις με τέτοιο σαρκασμό.

-Ηρέμησε Καρολίνα δεν στον θίξαμε, αν και ξέρω γιατί κάνεις έτσι.

-Τί εννοείς;

-Είσαι κρυφά ερωτευμένη μαζί του έτσι; Μήπως εσύ σκότωσες την γυναίκα του για να πάρεις την θέση της;

-Θα σταματήσεις επιτέλους;». 

Έτρεξε κλαίγοντας στο δωμάτιό της, ενώ ακούγονταν σιγανά χαχανητά από πίσω της. Είχε δίκιο η Άννα, ήταν ερωτευμένη μαζί του από την πρώτη μέρα που είχε έρθει να δουλέψει σε εκείνο το σπίτι και δεν μετάνιωσε καθόλου που είχε ξενιτευτεί σε αυτή την κωμόπολη μακριά από τους δικούς της. Ήθελε να του εκφράσει τα συναισθήματά της, αλλά μετά την απώλεια της γυναίκας του δεν τόλμησε να κάνει ούτε μια κίνηση. Τον έβλεπε πληγωμένο, όπως ήταν και τώρα. Τότε έχοντας και ένα παιδί στην αγκαλιά του μόλις τεσσάρων ετών με προσπάθειες να σταθεί στα πόδια του. Με μια φωτογραφία του κυρίου της κοιμήθηκε και ονειρεύτηκε ότι βρισκόταν στο πλευρό του διώχνοντάς του κάθε λύπη.

Ο Πίτερ ξύπνησε στο κρεβάτι της κόρης του έχοντας αγκαλιά μια παλιά της πάνινη κούκλα, την οποία η ίδια είχε φτιάξει. Όλα σε αυτό το δωμάτιο πρόδιδαν το άρωμά της. Άνοιξε την ντουλάπα της και είδε τα φορεματάκια της ένα-ένα στοιβαγμένα και περιποιημένα, άλλα βελούδινα, κασμιρένια,μεταξωτά και δαντελωτά και άλλα με κορδέλες και ζωντανά χρώματα. Δεν ήθελε να της λείψει τίποτα, αν και σπάνια τα φορούσε σε καμία γιορτή ή κάτι πιο επίσημο. Τα πέταξε όλα στο κρεβάτι, τα αγκάλιαζε και φώναζε το όνομά της. Καμία αλλαγή στη συμπεριφορά του και να αναπολεί την προπέρσινη κόκκινη σελήνη, που είχε παθιάσει τη Χριστίνα και την μελετούσε με μανία. Αστραπιαία κατέβηκε στο εργαστήριο του και έψαξε για αυτό το φαινόμενο. Είχε γίνει καταγραφή πριν από 110 χρόνια για αυτήν την εμφάνιση του κόκκινο φεγγαριού και μάλιστα με πανσέληνο. Μαγεύτηκε με την θέα και τις απόψεις αυτού του γεγονότος. Είχε δίκιο η κόρη του, αλλά ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να την ακούσει και αυτό τον πλήγωνε ακόμα περισσότερο.

Πέρασε ο βαρύς χειμώνας και τα πρώτα λουλούδια φάνηκαν αρχές του Μάρτη. Αν και έκανε ακόμη κρύο, εκείνη η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Αποφάσισε να κάνει ένα μακρύ περίπατο περνώντας ξανά από το απαγορευμένο δάσος. Θαύμαζε τις ομορφιές που δεν είχε αντικρύσει με το φως της ημέρας. Είχε εντυπωσιαστεί και του ήρθε πάλι η θύμηση της απαγορευμένης γης. Αυτό το άλυτο μυστήριο τον έβαλε σε σκέψεις, εκεί που μόλις άρχισε να απολαμβάνει και πάλι την ζωή. Σκιαγράφησε ημερομηνίες για να θυμηθεί παλιές καταστάσεις και πρόσωπα, τίποτα όμως. Σαν να το είχαν αφαιρέσει από το κεφάλι του! 
Ξεχάστηκε κοιτάζοντας τα πουλιά να φτιάχνουν τις φωλιές τους για την νέα τους οικογένεια ,μα πόσο ήθελε να βρεθεί η Χριστίνα να την αγκαλιάσει, να πέσει στα πόδια της και να ζητήσει συχώρεση και ότι ποτέ δεν θα την παραμελούσε όπως πριν. Είχε αρχίσει να νυχτώνει και αναρωτιόταν πως πέρασε τόσο γρήγορα η ώρα. Περπάτησε λίγο ακόμα και συνάντησε ένα μαύρο βάλτο. 
«Από που να προήλθε;», απόρησε. Το κοίταξε κυκλικά. Τον έπιασε πάλι η μανία της λεπτομέρειας και σαν άψογος επιστήμονας που ήταν είχε φέρει κάποια σύνεργα μαζί του. Έβγαλε ένα μικροσκοπικό κυάλι για να βλέπει καλύτερα. Παρατήρησε ένα κουρελιασμένο άσπρο ύφασμα. Του φάνηκε γνωστό και τότε του ήρθε στο μυαλό εκείνη την μέρα που του ανέφερε η κόρη του το κόκκινο φεγγάρι και εκείνος έκανε τα πειράματα στο εργαστήριο του. Φορούσε ένα άσπρο φόρεμα που ανήκε στην μητέρα της. Δάκρυσε για άλλη μια φορά. Συνέχισε την έρευνα και ανακάλυψε στις πέτρες σημάδια από αίμα. Σκιάχτηκε τόσο που έτρεξε να φύγει, μα χτύπησε το κεφάλι του σε ένα κλαδί και έπεσε ξερός στο μαύρο βάλτο.

«Αχ! τι ωραία που πάμε βόλτα και οι τρεις μας.

-Ναι, Πίτερ και να το συνηθίζουμε πιο συχνά. Έχεις βυθιστεί στο διάβασμα!

-Μίνα μου δεν φταίω εγώ, είμαι άνθρωπος των γραμμάτων και των ερευνών.

-Δεν αντιλέγω καλέ μου, μα η κόρη μας θέλει και τον πατέρα της όχι να της λέω πως λείπεις συνέχεια.

-Έχεις δίκιο. Αχ! Τί θα έκανα χωρίς εσάς».

Καθώς προχωρούσαν στον χωματόδρομο αναφώνησε η Χριστίνα : 
«Κοίτα μαμά, τί είναι αυτό; Είναι οι ιστορίες με τα αστέρια που μου λέει ο μπαμπάς;». 
Σιωπή και τρόμος τους κυρίευσε και ένα τεράστιο ιπτάμενο αντικείμενο........... «ΒΟΗΘΕΙΑΑΑΑΑΑΑ!».

Σηκώθηκε έντρομος και μετά από ώρα συνειδητοποίησε ότι ήταν ένας εφιάλτης. Όμως, και πάλι δεν άργησε η πραγματικότητα να μετατραπεί σε ένα φρικαλέο σκηνικό. Οστά σαπισμένα, άλλα από κρανία, άλλα από χέρια και πόδια διασκορπισμένα παντού. Κραύγαζε και συνεχώς προσπαθούσε να σκαρφαλώσει. Είχε ξημερώσει και ακόμα βρισκόταν στην προσπάθεια. Ήταν ζαλισμένος και ταλαιπωρημένος. Το μόνο που επιθυμούσε ήταν να πιει νερό, το είχε τόσο ανάγκη. Δεν τα κατάφερε όμως και έχασε πάλι τις αισθήσεις του.

«Είναι τόσο μεγάλο και όμορφο με τα φωτάκια τριγύρω. Μπαμπά τί είναι;».
 
Σιωπή ξανά, καμία απάντηση. Ένα πρόσωπο σχηματιζόταν στο βάθος με τα περίεργα φώτα. Στην αρχή φάνηκε γαλήνιο και μετά πήρε μια μορφή οργισμένη. Τους πλησίαζε και όλοι είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό ανήμποροι να αντιδράσουν και χάθηκαν μέσα στο φως......... «ΒΟΗΘΕΙΑΑΑΑΑΑΑ!».

«Να πάλι το ίδιο όνειρο, μα τί στο καλό συμβαίνει;», είπε ο Πίτερ και κατάλαβε πως δεν βρισκόταν στον μαύρο βάλτο. 
Στάθηκε στα πόδια του και έκανε μερικά βήματα. Κουράστηκε και ένιωθε ζάλη. Κάτι ξεπρόβαλε μέσα στο σκοτάδι........ «Μίνα;» και σωριάστηκε ξανά.
 
Πράγματι ήταν μια γυναίκα και έκανε κίνηση να μεταφέρουν τον Πίτερ από 'κει. Τον ξύπνησαν με καυτό λάδι που του πέταξαν στο πρόσωπο. Ήταν βάναυσο και η φωνή του ήταν έτοιμη να χαθεί.

«Πίτερ!
 
-Μίνα; Πώς είναι δυνατόν να ζεις, αφού.......

-Εύκολο να κατασκευάσεις έναν θάνατο.

-Τί;....

-Μα γιατί απορείς; Όταν εσύ ο ίδιος δώρισες την ίδια σου την κόρη, δεν το σκέφτηκες αυτό;

-Τί εννοείς; Δεν σε καταλαβαίνω.

-Χριστίνα!

-Χριστίνα μου, κόρη μου....... μα, τί;

-Πάντα στο έλεγα ότι υπάρχει ζωή στα άστρα, ποτέ σου δεν με πίστεψες και τώρα έμαθα το γιατί. Δεν με στεναχωρεί όμως, διότι προτιμώ αυτή την ζωή από το να ζω χωρίς να υπάρχω.

-Εγώ δεν ξέρω τίποτα Χριστίνα τί ανοησίες είναι αυτές; Πείτε μου την αλήθεια επιτέλους».

Ένας μεγαλόσωμος άντρας τον κλώτσησε στα πλευρά και τον μετέφεραν σε μια αίθουσα που έμοιαζε με αμφιθέατρο. Τον έβαλαν να καθίσει και ακουμπώντας τα χέρια της η Μίνα στους κροτάφους του, τον έκανε να δει ότι είχε κρυμμένο μέσα του και απλά με τον καιρό τα είχε όλα διαγράψει. Αυτό που είχε ονειρευτεί δεν ήταν τυχαίο, είχε συμβεί παλιά και η Χριστίνα ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Στην αρχή είχε ενθουσιαστεί, επειδή ερευνούσε μορφές ζωής στο σύμπαν και δεν πίστευε ότι θα έβλεπε ποτέ κάτι τέτοιο μπροστά του. Δεν είχε καταλάβει όμως ότι αυτό που θεωρούν οι άλλοι άγνωστο και έχουν δώσει τον όρο εξωγήινο, ότι ήταν έκπτωτοι άγγελοι με φρικτή παρουσία με μακριά χέρια και πόδια. Χάραξαν το θάνατο στην πλάτη της κόρης του και για όλα αυτά τους είχε οδηγήσει εκεί η Μίνα, μιας και ήταν ο καλύτερος αιμοδιψής βρικόλακας που είχαν στην διάθεσή τους. Και με αυτόν τον τρόπο δελέασε τον Πίτερ γεννώντας μια κόρη από άλλη γυναίκα και αφαιρώντας την μνήμη από εκείνον και όλους όσους είχαν εμπλακεί με το θέμα, πλάθοντας μια πραγματικότητα αλλοιωμένη και προσμένοντας τη μέρα που όλα θα έρθουν στην επιφάνεια.

«Και γιατί όλα αυτά; Με χρησιμοποίησες;

-Ήσουν εύκολο θύμα καλέ μου και όλα έχουν την εξήγηση τους. Η Προφητεία του Κόκκινου Φεγγαριού. Δικό μας φαινόμενο. Όσο και να έκαναν μελέτες σπουδαίοι αστρονόμοι και επιστήμονες, πλήρη εξήγηση δεν έβγαλαν και πλανιόταν ένα μυστήριο. Η Χριστίνα ήταν το κλειδί για να εκπληρωθεί η προφητεία. Σε κάναμε να την δωρίσεις σαν θυσία σε μας και τους ανωτέρους μας. Χρειαζόταν μια αγνή παρθένα κοπέλα και μετά από έναν αιώνα αναμονής έφτασε η κρίσιμη μέρα, που η ανθρωπότητα θα μας ανήκει.

-Δεν είναι δυνατόν.........

-Και τώρα θα υποστείς την τιμωρία σου».

Αλυσοδεμένος κοίταξε τα μάτια από τους γύρω βρικόλακες που λαχταρούσαν να του ρουφήξουν και την τελευταία σταγόνα αίματος. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και αφέθηκε στις θανατηφόρες δαγκωνιές τους. Όταν δεν έμεινε ούτε ένα στοιχείο ζωής πάνω του, ξέσκισαν το κορμί του πελώρια κατάμαυρα πουλιά και τα κόκκαλα του θάφτηκαν στο βάλτο. Άλλη μια πονεμένη ψυχή, που εξαγνίστηκε με το φως της μέρας μαζί με τους χιλιάδες αδικοχαμένους λυτρωτές μιας δυσβάσταχτης αποκάλυψης, που από απλή περιέργεια και μόνο πλήρωσαν ένα τίμημα που θα το κουβαλούν και μετά θάνατον.

bottom of page