top of page

Αιματοβαμμένες Αναμνήσεις_© Ellada Kralli

  Η Δήμητρα ζούσε διάφορες εντάσεις τον τελευταίο καιρό, κυρίως οικογενειακές. Άρχισε να την κατακλύζει το σκότος της κατάθλιψης και προσπαθούσε να βρει τρόπο να ξεφύγει από το εσωτερικό χάος του εαυτού της. Πήρε την απόφαση να πάει μαζί με την μητέρα και τις αδελφές της στο εξοχικό τους  ,στην Κοζάνη. Σκέφτηκε ότι ήταν πολύ καλύτερα από το να πνίγεται στη ζεστή Αθήνα και να χαραμίζεται δεξιά και αριστερά για μια στάλα δήθεν διασκέδασης. Μέσα σε λίγες μέρες, αφού πακετάρανε ότι χρειάζονταν, ξεκίνησαν το ταξίδι τους. Ήταν λίγο κουραστικό, μα άξιζε τον κόπο. Όταν πλησίαζαν, άνοιξε το πίσω παράθυρο του αυτοκινήτου. Μύρισε τα ανθισμένα δέντρα και τα μουσκεμένα χώματα ,μόλις πριν καμιά ώρα θα είχε βρέξει. Το μόνο που την συγκινούσε ήταν το κάλεσμα της φύσης. Με τους ανθρώπους είχε χάσει οποιαδήποτε επαφή και αισθανόταν σαν να ήταν μια κούκλα φτιαγμένη ώστε να νεύει καταφατικά και τίποτα άλλο. Γενικά δεν ήταν από τα άτομα που θα διασκέδαζε με το καθετί.Προσποιούταν με τις χαρές των άλλων, διότι δεν ήθελε να δείξει το πραγματικό της πόνο. Δεν είχε βρει καμία ερμηνεία γιατί βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση και το μόνο που έμελλε να κάνει ήταν να ονειρεύεται για κάτι που μάλλον δεν θα ερχόταν ποτέ. Μπορεί κάποιον γαλάζιο πρίγκιπα ή έναν τόπο που δεν θα μπορούσε στη γη να υπάρξει ή ακόμη πως θα είναι να ταξιδεύεις στο άπειρο του διαστήματος, προσπερνώντας γαλαξίες και μαύρες τρύπες και τα άστρα να λαμπυρίζουν δείχνοντας τον δρόμο για αυτό το ατελείωτο ταξίδι. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Καθώς έφταναν στο εξοχικό, πάλι την έπιασε ένα παράπονο μιας ανύπαρκτης απώλειας και τα δάκρυα δεν άργησαν να κυλίσουν στα μάγουλά της. Αμέσως όμως τα σκούπισε, για να μην δώσει κάποια αφορμή και πετάχτηκε από το αμάξι βοηθώντας την μητέρα της με τις βαλίτσες και τα άλλα πράγματα. Αφού, έγινε ένα συμμάζεμα στο σπίτι και έχοντας γευματίσει, ξάπλωσε επιτέλους για να χαθεί στον δικό της κόσμο. Το σπίτι ήταν αρκετά μεγάλο, ώστε κάθε ένας είχε το δικό του χώρο, αν και οι μικρές αδελφές της ήταν μαζί σε ένα δωμάτιο. Το είχε χτίσει ο παππούς της για να είναι άνετα όσοι έρχονταν με σκοπό να απολαύσουν τις μέρες που θα διαμένουν εκεί με ηρεμία και χαλάρωση. Πολύ γενναιόδωρος για να φτιάξει αυτό το μικρό παλατάκι και μόνο για το χατίρι της κόρης του, που ήταν και η μονάκριβή του άλλωστε. Τυχερή η μητέρα της, σκέφτηκε η Δήμητρα αν και είχε διακρίνει πως είχε πολύ άγχος τον τελευταίο καιρό. Ήταν δικηγόρος σε θέματα κληρονομιάς και διαζυγίων και της είχαν τύχει πάρα πολλές υποθέσεις. Αυτή η εξόρμηση στο εξοχικό ήταν μάλλον ότι καλύτερο που της είχε συμβεί εδώ και ένα χρόνο. Συνέχεια είχε υπερένταση και σπάνια έβρισκε χρόνο για να ξεκουραστεί. Είχε χάσει και καθε επαφή με τις κόρες της αν και δεν το λογάριαζε τόσο αυτό. Αυτά επικρατούσαν στο μυαλό της όση ώρα ήταν ξαπλωμένη η Δήμητρα.... 


«Δήμητρα να σου κάνουμε παρέα; 


-Φυσικά κορίτσια δεν έχω πρόβλημα. 


-Βαλεντίνα έλα κι εσύ. 


-Πόσο χαίρομαι που έχω τέτοιες αδελφούλες. 


-Χιχιχ! Και εμείς χαιρόμαστε που έχουμε μια τέτοια μεγάλη και όμορφη αδελφή». 


Βέβαια την απέσπασαν από το καθημερινό της διασκεδαστήριο, μα λάτρευε να συζητάει μαζί τους. Η Μαρίνα ήταν 16 και η Βαλεντίνα 10 και η καθεμιά με την δικιά της ξεχωριστή ομορφιά. Σέβονταν την Δήμητρα και πάντα την άκουγαν, γιατί την θεωρούσαν σοφή μιας και ήταν η μεγάλη τους αδελφή και ηλικίας 23 ετών. 


«Θα μας πεις πάλι εκείνο το παραμύθι με τον δούκα και την γυναίκα φάντασμα; 


-Καλά ακόμα να βαρεθείτε αυτήν την ιστορία; Τόσες φορές σας την έχω πει. 


-Έχεις καιρό να μας την πεις. Έλα Δήμητρα σε παρακαλούμε! 


-Εντάξει λοιπόν, αφού το θέλετε τόσο πολύ, θα σας κάνω τη χάρη». Δεν μπορούσε να αντισταθεί στην λαχτάρα και στον πόθο τους, που κάθε φορά κρεμόντουσαν από τα χείλη της και στα πρόσωπά τους που διαγραφόταν ο ενθουσιασμός τους. 


«Όλα ξεκίνησαν το 1887 , ο Δούκας Ζεράρ πάλι κοιτούσε έξω από το παράθυρο της βίλας του και οι δρόμοι της Ρουέν έμοιαζαν πιο μουντοί παρά ποτέ. Εκεί στο χάζι της ομίχλης ξεπρόβαλε μια σκιά. Δεν ξαφνιάστηκε τόσο, μα κάτι σκίρτησε μέσα του και από απλή περιέργεια βγήκε από την βίλα του και έτρεξε να δει τι ήταν. Κατέβηκε τα μαρμάρινα μαύρα σκαλιά μέχρι την ασημομπρονζέ πύλη που οδηγούσε έξω στον κήπο και άκουσε ελαφριά πατήματα στο ποτισμένο του γκαζόν. “Κάποιο ζώο θα είναι”, σκέφτηκε εκείνος, μα τα πατήματα άρχισαν να γίνονται όλο και πιο έντονα. Περπάτησε μέχρι την Κοιλάδα της Σιωπής. Ήταν ένα μέρος που είχε ο ίδιος δημιουργήσει με απολιθώματα από διάφορες πλευρές της γης και αγάλματα θλιμμένα ,με ένα παρακάλι στο πρόσωπο που σου έδιναν την εντύπωση πως ήταν ζωντανά, μα μόλις τα πλησίαζες διαπίστωνες ότι ήταν από πέτρα. Έφτασε στο πιο απόμερο σημείο,  που ακριβώς από πίσω του είχε έναν γκρεμό και στον πάτο βραχώδη μυτερά πετρώματα περιτριγυρισμένα από ταραγμένα θαλασσινά νερά. Ήταν το άγαλμα μιας κοπέλας με ριχτό φόρεμα και η μορφή της ,σαν να είχε χάσει κάποιο αγαπημένο της πρόσωπο, μέχρι και δάκρυ υπήρχε στο πρόσωπό της. Ένιωσε τόσο οικεία που έκανε κίνηση να την ακουμπήσει και ξαφνικά βρέθηκε στο κενό των βράχων κομματιασμένος και πεταμένος σαν νεκρό ψάρι. Κάτι όμως σαν να τον τράβηξε από κει και βρέθηκε πάλι πίσω και το μόνο που άκουσε ήταν μια φωνή να του λέει : “Όσο αιχμαλωτίζεις, την ψυχή σου δεν γεμίζεις Ζεράρ”. Την επόμενη μέρα άρχισαν να αναζητούν τον Δούκα , διότι δηλώθηκε η εξαφάνισή του από χτες το βράδυ. Μετά από ένα μήνα εξαντλητικής έρευνας βρήκαν κομμάτια από το πτώμα του Δούκα Ζεράρ διασκορπισμένα στην Κοιλάδα της Σιωπής, στο άγαλμα της κοπέλας και στα βράχια. Μετά δυσκολίας αναγνωρίστηκε το πτώμα. Περνώντας τα χρόνια όμως κανένας δεν πλησίασε εκείνο το σπίτι, ούτε καν μπήκε στον κόπο να το αγοράσει για να διαμείνει. Είχε επικρατήσει μια ανεξήγητη φοβία. Και από τότε άνθρωποι έχουν πει πως έχουν ακούσει κραυγές και κλάματα από εκείνο το μέρος....». 


«Πω! πω! Τι υπέροχη ιστορία Δήμητρα κάθε φορά την λες και καλύτερα χεχεχ! 


-Μαρίνα ηρέμησε, αν και η Βαλεντινούλα μας βγήκε κι αυτή ψυχώ, άρα σόι πάει το βασίλειο. 


-Χαχαχα! Μα γιατί το λες αυτό Δήμητρα; Επειδή δεν τρομάζω όπως τα άλλα παιδιά της ηλικίας μου; Σιγά! 


-Α! βρε τρελοαδελφές μου σας αγαπάω μωρέ! 


-Και μείς». Αγκαλιάστηκαν και μετά η Βαλεντίνα εξέφρασε μια απορία της :

 
«Είναι αληθινή αυτή η ιστορία Δήμητρα τελικά; 


-Δεν ξέρω. Στο Παρίσι όταν είχα πάει για εκείνα τα σεμινάρια γραφιστικής διάφοροι φοιτητές συζητούσαν για αυτό και εγώ το θεώρησα κάτι ανούσιο ή ότι ήταν ένας αστικός μύθος. Αλλά ποτέ δεν το έψαξα περαιτέρω, δεν είχε για μένα καμία απολύτως ωφέλεια. 


-Λες να ήταν αλήθεια ε; Φαντάσου πόσο τρελός μπορεί να γίνει ο κόσμος τελικά. 


-Ελάτε, ελάτε κορίτσια πέρασε η ώρα άντε γρήγορα στα κρεβάτια σας». 


Τις πήγε μέχρι το δωμάτιο τους, τις καληνύχτισε με μια αγκαλιά και ένα φιλί και επέστρεψε στο δικό της δωμάτιο. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ήταν σε υπερένταση. Στριφογύριζε στο κρεβάτι για ώρα. Σηκώθηκε και έκανε βόλτες, μα τίποτα. Σκέφτηκε να χαζέψει στο διαδίκτυο, μήπως της έρθει ο ύπνος. Καθώς κοιτούσε διάφορα, της ήρθε στο νου η ιστορία που είχε πει στα κορίτσια και θέλησε να το ψάξει. Βρήκε διάφορους ιστότοπους χωρίς να βγαίνει νόημα. Είχε κολλήσει και έψαχνε για ώρα, ώσπου βρέθηκε στη σωστή ιστοσελίδα. Διάβασε για κάποιον δούκα, μα όλα φαίνονταν τόσο μπερδεμένα. Διάβασε και μαρτυρίες ανθρώπων, αλλά και πάλι δεν  συμπληρωνόταν το κενό της αμφιβολίας. Δεν μπόρεσε να εξακριβώσει τίποτα και την πήρε ο ύπνος πάνω στον υπολογιστή της....... «Δήμητρα πολλά έχεις μάθει ήδη....... πρόσεχε το χωριό!» ......... «Μα, τί έγινε; Αχ! εφιάλτης ήταν. Πάρα πολύ περίεργο όμως και για ποιό χωριό και ποιός μου μιλούσε; Μήπως τρελαίνομαι σιγά-σιγά;». 


Σηκώθηκε και έκανε το καθιερωμένο της πρωινό μπάνιο και κατέβηκε γρήγορα αρπάζοντας μερικές τηγανίτες, που μόλις είχε φτιάξει η μητέρα της και βγήκε έξω. Ανέβηκε στο ποδήλατό της. Δεν ήξερε προς τα που θα πήγαινε και το μόνο που την ενδιέφερε ήταν πως θα έκανε βόλτα. Είχε περάσει σχεδόν όλη τη μέρα έξω. Έκανε και ένα τηλεφώνημα στη μητέρα της καθησυχάζοντάς την και μετά συνέχισε την πορεία της. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πως ανέβαινε μια απόμερη πλαγιά, που ήταν τόσο απότομη και επικίνδυνη. Και εκεί που έλαμπε ο ουρανός με το φως του ήλιου, ξέσπασε μια ξαφνική μπόρα και η Δήμητρα άρχισε να χάνει τον έλεγχο του ποδηλάτου της και δεν άργησε να γλιστρήσει στον λασπωμένο γκρεμό. 


«Συνήλθες επιτέλους νεαρή μου;». Η Δήμητρα δεν μπορούσε να μιλήσει και αφού επανήλθε πλήρως, κατάλαβε πως ήταν δεμένη σε ένα κρεβάτι και ένιωθε το σώμα της να παγώνει. Αυτός που της μίλησε δεν τον γνώριζε, μα από τον τρόπο που μιλούσε της φάνηκε παρανοϊκός. Το μόνο που μπορούσε να κουνήσει ήταν τα μάτια της. 


«Βλέπω τα μάτια σου καλά τα κινείς...... όμως, ήρθε η ώρα στο σκότος να ριχτείς». Όσο και να μούγκριζε, γιατί και το στόμα της ήταν δεμένο, δεν ωφελούσε. Εκείνος είχε πάρει ένα λεπίδι και το κατηύθυνε προς τα μάτια της. Είχε τρομάξει τόσο και το λεπίδι όλο και πλησίαζε, που έφτασε πάρα πολύ κοντά στην κόρη του ματιού της. 


«Θα στην χαρίσω αυτή την φορά καλή μου, μα την επόμενη δεν θα μου την γλυτώσεις. Θα σε στιγματίσω όμως για το τίμημα που θα πληρώσεις». Σήκωσε το λεπίδι ψηλά και άρχισε να πετσοκόβει στο κορμί της και εκείνη  σφάδαζε από τους πόνους, ώσπου έχασε τις αισθήσεις της.

 

«Πρόσεχε το χωριό!!» .................... «Μαμααααααααά! 


-Τί έπαθες κόρη μου; 


-Πάρε τον πόνο από πάνω μου σε παρακαλώ. 


-Μα τί είναι αυτά που λες Δήμητρα μου, ηρέμησε σε παρακαλώ. Είσαι ιδρωμένη και τρέμεις, Μα τί συνέβη; 


-Η μπόρα στην πλαγιά και το φρικαλέο νοσοκομείο και οι χαρακιές στο σώμα μου. 


-Ποιές χαρακιές Δήμητρα; Να δες δεν έχεις τίποτα. Δήμητρα; Δήμητρα;». 


Έπεσε λιπόθυμη ξανά....  


«Ξύπνα ανόητη. Τί νόμιζες πως γύρισες πίσω στην μανούλα σου; Το παιχνίδι των παραισθήσεων είναι τόσο σαγηνευτικό κάποιες φορές. Πρέπει να σε ετοιμάσω όμως τώρα, αφού θα γίνεις κι εσύ ένα νέο μέλος της οικογένειας». Την ξέλυσε και άρχισε να την ντύνει με ένα μεταξωτό λευκό φόρεμα ,χτενίζοντας της τα μαλλιά. Το στόμα της το είχε ράψει με κλωστή και δεν μπορούσε να μιλήσει. Την μετέφερε σε ένα δωμάτιο πολύ μικρό, ίσα-ίσα που χωρούσαν 2 άτομα, την έριξε χάμω και της πέταξε στο πρόσωπο χυλό. Με δυσκολία σύρθηκε προς το πήλινο πιάτο και το σήκωσε με τα χέρια της στοχεύοντας το ραμμένο της στόμα. Ο περισσότερος χύθηκε πάνω της και λίγο πρόλαβε να τον γευτεί με την άκρη της γλώσσας της,αψηφόντας τον πόνο και την αηδία στα χείλη της.


 Την έσυρε σε μια αίθουσα που βρίσκονταν και άλλα άτομα κοντά στην ηλικία της με την ίδια ακριβώς ενδυμασία. «Από 'δω η νέα σας αδελφούλα παιδιά μου. Καλή σας όρεξη». 
Με ορμή τρέξαν και άρχιζαν να την κομματιάζουν σε διάφορα σημεία του σώματός της. Δεν της έχει μείνει άλλη φωνή μέσα της και κοιτάζοντας προς τα  πάνω διέκρινε ένα φως. «Ήρθε η ώρα να φύγεις από 'δω Δήμητρα». Χωρίς να καταλάβει τι συνέβη, βρέθηκε στην πλαγιά και η βροχή έπεφτε καταρρακτωδώς. Κρύωνε και φώναζε απελπισμένη, με όση δύναμη της είχε απομείνει, άρχισε να σκαρφαλώνει. Τα χώματα βάφονταν με το αίμα της και συνεχώς ούρλιαζε για βοήθεια. Κατάφερε να βγει μέχρι τη λεωφόρο και σχεδόν μισόγυμνη έπεσε στην άσφαλτο, καλύπτοντας το σώμα της με ότι είχε απομείνει από εκείνο το άθλιο και πλέον κουρελιασμένο φόρεμα. Πέρασε ένα φορτηγάκι και μόλις που προλάβαινε να σωθεί η Δήμητρα. Η ζωή της κρατιόταν σε μια κλωστή. 


«Μαμά; 


-Αχ! κορούλα μου τί έπαθες; 


-Σας παρακαλώ κυρία μου μην την ταράζετε είναι σε κατάσταση σοκ ακόμα. 


-Πού βρίσκομαι; 


-Στο νοσοκομείο Δήμητρά μου. 


-Όοοοοοοχι! Βγάλτε με από 'δω δεν θέλω να μείνω εδώ. Δεν είναι όπως τα βλέπεις μητέρα,  είναι τέρατα. Όοοοοοχι!». 


Μετά από αυτό το ξέσπασμα της Δήμητρας οι νοσοκόμες της έκαναν μια ηρεμιστική ένεση. 


Είχαν περάσει τόσες βδομάδες και όμως η Δήμητρα δεν είχε συνέλθει από την μέρα της κρίσης της καθώς βρισκόταν σε κώμα. Οι γιατροί διέγνωσαν ότι αν συνερχόταν η Δήμητρα δεν θα θυμόταν απολύτως τίποτα και πείστηκαν ότι θα ήταν καλύτερα έτσι, ώστε να μην υπάρξει πάλι καμιά κρίση και επιφέρει άσχημα αποτελέσματα. Η Δήμητρα ξύπνησε μετά από 2 μήνες. Η μητέρα της είπε πως είχε πέσει με το ποδήλατό της σε έναν γκρεμό και ότι χτύπησε βαριά. 
Παρατηρούσε πάλι την διαδρομή μέχρι το σπίτι τους και αφέθηκε ξανά σε έναν χαμό που το σκοτάδι πρόσμενε μερόνυχτα. Κλειδώθηκε στο δωμάτιό της και κοιμήθηκε για ώρες. Απότομα πετάχτηκε από το κρεβάτι και πήδηξε από το παράθυρο. Είχε τάσεις φυγής χωρίς να ξέρει τον λόγο. Ήταν τρεις η ώρα τα μεσάνυχτα και το μόνο που ακουγόταν ήταν το νερό της βροχής και μια κουκουβάγια που έμοιαζε να την παρακολουθεί. Δεν είχε ιδέα που πήγαινε, μόνο έτρεχε δίχως να κοιτάζει πίσω. 


«Αχ! Πεινάω. Δύσκολο να γυρίσω τώρα πίσω. Πρέπει να βρω κάτι να φάω. 


-Θα σε βοηθήσω εγώ. 


-Ποιά είσαι εσύ; 


-Μην ανησυχείς μένω εδώ πέρα». 


Η Δήμητρα ακολούθησε την κοπέλα. Την οδήγησε σε μια μικρή σχετικά καφετέρια-κρεπερί και έφαγε αρκετά κομμάτια από διάφορες πίτες που υπήρχαν εκεί. Όλοι την κοιτούσαν με απορημένο ύφος σαν να μην ήταν άνθρωπος. Ύστερα η κοπέλα της έκανε μια μικρή ξενάγηση τριγύρω. 


«Πώς ονομάζεται αυτό το μέρος; 


-Παλιά Χαραυγή. Ο αριθμός των κατοίκων μόλις 30, μια χούφτα δηλαδή και ξένοι δεν έχουν περάσει από εδώ. 


-Περίεργο όνομα έχει το χωριό σας. 


-Είναι μεγάλη ιστορία. 


-Γιατί μένετε εδώ και δεν φεύγετε; 


-Δεν έχουμε που αλλού να πάμε και άσε που απαγορεύεται κιόλας. 


-Απαγορεύεται; Ποιός σας το είπε αυτό; 


-Ούτε και ξέρω. Αυτά έχω μάθει, αυτά σου λέω. Και συγνώμη ξεχάστηκα με λένε Ελίνα. 


-Δήμητρα». 


Το τοπίο έμοιαζε θαμμένο σε ένα δάσος  πυκνότερο σε σχέση με το εξοχικό τους που βρισκόταν στο κέντρο της Κοζάνης. Κυριαρχούσε μια μουντή διάθεση στον αέρα και μια θλιβερή σιωπή στους κορμούς των δέντρων. Είχε καθίσει  σε έναν κορμό και θαύμαζε το πόσο όμορφο ήταν εκείνο το μέρος, χωρίς να καταλάβει πόσο γρήγορα είχε περάσει η ώρα. Σηκώθηκε να φύγει μα κάτι την έσπρωξε και έπεσε με βία κάτω. Ακούστηκε μια κραυγή και όλα άλλαξαν. Η Δήμητρα ήταν και πάλι στο δωμάτιό της, ξαφνιασμένη με αυτό που είχε συμβεί. Δεν μπόρεσε να καταλάβει αν κοιμόταν ή ήταν ξύπνια. Ένας παραλογισμός ψέματος και αλήθειας. Όλα περιστρέφονταν και την παράσερναν σε μια ύστατη πράξη θυσίας, κάτι που την οδηγούσε να δοθεί χωρίς δεύτερη σκέψη. 


Δεν θυμόταν τι είχε προηγηθεί, αλλά αποφασισμένη και έχοντας καθαρίσει το μυαλό της από όλα τα σημάδια της παράνοιας, απόλαυσε το πρωινό της για πρώτη φορά τόσο αργά όσο δεν το είχε ξανακάνει ποτέ στη ζωή της. Βγήκε στην βεράντα και ένιωσε τις ακτίνες του ηλίου να την καίνε. Την πλημμύρισε μια ζωντάνια που είχε χάσει εδώ και καιρό. Ήθελε να κάνει μια βόλτα στη φύση, κάτι που της άρεσε άλλωστε να κάνει τις περισσότερες φορές. Η μητέρα της εναντιώθηκε, μα δεν κατάφερε να την μεταπείσει και απλά της είπε να παίρνει συχνά τηλέφωνο και να μην αργήσει να γυρίσει. Είχε δημιουργηθεί ένας φόβος μετά από εκείνα τα τραυματικά γεγονότα που ήθελε και η ίδια να ξεχάσει, αλλά δεν ήθελε να τα αναφέρει ποτέ στην κόρη της. Πήρε το αυτοκίνητο της μητέρας της και ξεκίνησε αυτή η μικρή εκδρομή. Οδήγησε για καμιά ώρα περίπου και σταμάτησε σε κάτι που της έκανε εντύπωση. Κατέβηκε από το αμάξι και κοίταξε μακριά. Έμοιαζε με την «Κοιλάδα της Σιωπής», από την ιστορία που έλεγε στις αδελφές της. 


«Τί παράξενο! Απλά σύμπτωση. Αφού η ιστορία είχε σχέση με το Παρίσι όχι με την Κοζάνη. Μπα! απλά μοιάζει. Είναι, όμως τόσο όμορφο». 


Ενθουσιάστηκε με την έκπληξη αυτή και έκανε αργά βήματα παρατηρώντας διάφορα απολιθώματα και αγάλματα. Όντως πανομοιότυπα με αυτά της ιστορίας. Καθώς κατηφόριζε, βρέθηκε στο μαρμάρινο ομοίωμα μιας γυναίκας. Έστεκε φθαρμένο απο το χρόνο, χορταριασμένο, ένα με το δάσος. Δάκρυσε με την ζωντάνια της έκφρασης της. Είχε τρόμο και θλίψη στο αλλοιωμένο πρόσωπο της και δροσοσταλίδες κυλούσαν στα μάτια της σαν δάκρυα. Λίγο πιο κάτω σκούραινε ο ορίζοντας, μια φευγαλέα σκιά όμως της κέντρισε την προσοχή. Συναισθήματα τρόμου και αδρεναλίνης την είχαν συνεπάρει καθώς πλησίαζε όλο και περισσότερο. Διέκρινε πελώρια κλαριά, στοιβαγμένα σαν απόκοσμη πύλη. Με δισταγμό προχώρησε. Όλα σκοτείνιαζαν περισσότερο καθώς προχωρούσε σε εκείνο το δάσος. Κάτι της θύμιζε, μα δεν μπορούσε να το βρει. Εμφανίστηκε μια κοπέλα, ντυμένη με  ένα μακρύ  λευκό νυχτικό και από πάνω τυλιγμένη με μαύρο μανδύα . 


«Η Δήμητρα έτσι; 


-Ξέρεις το όνομά μου; 


-Ναι, αφού χτες δεν ήσουν εδώ; 


-Χτες; Ούτε καν που θυμάμαι. Τί έχω πάθει; 


-Δεν έπρεπε ποτέ να έχεις έρθει εδώ. Δεν θα σε αφήσουν να φύγεις. 


-Τί εννοείς;.....». 


Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση της και βρέθηκε με το πρόσωπο στο χώμα. Την είχε χτυπήσει με δύναμη η κοπέλα με το φαναράκι που κρατούσε. Την τράβηξε μέχρι ένα χωριό που αμυδρά υπήρχε φωτισμός. 


«Μπράβο Ελίνα έκανες καλή δουλειά. Θα την αναλάβουν οι ανώτεροι τώρα». 


Ήταν κάτι που δεν ήθελε να κάνει, μα ήταν αναγκασμένη. Η Ελίνα  αισθανόταν τύψεις για αυτά που έπρατταν οι συγχωριανοί της, μα ήταν αφοσιωμένοι σε μια παλιά συνθήκη μιας άγνωστης θεότητας, που και οι ίδιοι δεν είχαν γνωρίσει ποτέ. Την πήγαν σε έναν χώρο που προσεύχονταν κάθε Κυριακή και την τοποθέτησαν σε έναν πάσσαλο, δένοντας την χειροπόδαρα. Έψελναν ασυνάρτητες μελωδίες............. «Ω! Μεγάλε Παλαιέ Θεέ δέξου ως θυσία αυτή την κόρη για μας του κατοίκους της Παλιάς Χαραυγής, δίνοντάς μας ακόμα μια πνοή». Έκαναν μετάνοιες και συνεχόμενες προσευχές και μετά από ώρα άναψαν μια μεγάλη φωτιά στο κέντρο του χώρου. Ήθελαν να την θυσιάσουν για να μην έχουν τύψεις. Η φωτιά θα εξάγνιζε οποιαδήποτε αμαρτία τους. Έτσι πίστευαν. 


«Είστε τρελοί; 


-Πάψε Ελίνα αλλιώς θα καείς και εσύ μαζί της. 


-Ξυπνήστε επιτέλους απο αυτή την ψευδαίσθηση. Δεν υπάρχει γυρισμός και αυτό είναι ανώφελο. Είμαστε καταραμένοι εδώ και χιλιάδες χρόνια. 


-Πάψε πια». 


Την έσπρωξαν, μα βρήκε πάλι την δύναμή της και είπε : «Φύγε Δήμητρα και εδώ μην ξανάρθεις»............................... 


................................... «Πόσο θλιβερό είναι το νοσοκομείο με τα κυπαρίσσια....... γιατί όλα τα νοσοκομεία μοιάζουν σαν νεκροταφεία;», μονολόγησε και πήγε πάλι στο κρεβάτι της. 


«Έτοιμη για εξιτήριο δεσποινίς μου; 


-Ναι, πολύ θα το ήθελα. Επιτέλους θα φύγω από 'δω. 


-Θα σας κάνουμε κάποιες τελευταίες εξετάσεις και μετά είστε ελεύθερη». 


Μια νοσοκόμα την έβαλε σε ένα αναπηρικό καροτσάκι και την έκανε βόλτα, διότι για ώρα προχωρούσαν σαν να μην υπήρχε συγκεκριμένος προορισμός. Το νοσοκομείο άρχισε να σκοτεινιάζει και προτού ρωτήσει η Δήμητρα τι ακριβώς συμβαίνει ένα σατανικό γέλιο βγήκε από την νοσοκόμα και την έδεσε στην καρέκλα. 


«Νεαρή μου...... στο είχα πει δεν υπάρχει διαφυγή. Α! Bλέπω υπάρχει επούλωση των τραυμάτων. Αδελφή γδύσε την και πηγαίνετε την στην αίθουσα αναμονής. 


-Μάλιστα κυρία». 


Την στήσανε στη μέση της αίθουσας και άναψαν τα φώτα......... «Δεν είναι δυνατόν!»..................... «Παιδιά μου είναι όλη δική σας, αλλά προτού σας την δώσω, στα μάτια θα την χαρακώσω». Η Δήμητρα δεν μπορούσε να κουνηθεί, ούτε να φωνάξει. Της είχαν δώσει ένα γερό αναισθητικό, με το οποίο παρέμενε ξύπνια μα το σώμα της ήταν σε παραλυσία. Μόλις είδε ξανά το λεπίδι να κατεβαίνει, το πήρε απόφαση και περίμενε το θάνατο, αφού δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγει. Της έβγαλε με λύσσα τα μάτια και τα πέταξε στο έδαφος, δίνοντας να τα φάνε τα άλλα παιδιά και ευθύς έτρεξαν και άρχισαν να την δαγκώνουν, κόβοντας με μανία το δέρμα της. Στο τέλος δεν έμεινε τίποτα πια, μόνο κάτι σταγόνες αίματος, που τις μάζεψε ο γιατρός και λάγνα τις ήπιε με ύδωρ και φωτιά. 


Πόσες αναμνήσεις να κρυφτούν σε ένα μικρό τοπίο, ταλαντεύοντας την σε ένα τραγικό τέλος; Βρήκε το θάρρος και βάδισε στα συνηθισμένα σοκάκια και έφτασε μέχρι το εξοχικό........... έδειχνε κατεστραμμένο και αλλοιωμένο. Δεν θα μπορέσει να ξαναδεί την ζωή, επειδή το σκοτάδι την έχει τυλίξει με τα αιματηρά του αγκάθια και παραμένει να περιπλανιέται αιώνια, παρακαλώντας να αναπαυτεί, απαλλαγμένη απο τα συνεχόμενα βασανιστήρια για την τιμωρία της δικιάς της ψυχής. Μια επανάληψη πράξεων βουτηγμένη σε μια κατάρα, που οι δαίμονες υπάρχουν και την ρίχνουν σε στη διαφθορά. Γυρισμός δεν υπάρχει.......... μόνο η ψευδαίσθηση της μεταμέλειας. 

bottom of page