top of page

Το Παράθυρο_© Ellada Kralli

Ένα όνειρο τόσο μακρινό την αφύπνισε απότομα από το γαλήνιο ύπνο της. Ο δρόμος ακόμα φωτιζόταν από το φεγγάρι, καθώς κοίταξε έξω από το παράθυρο. Σκιές δημιουργούσαν τα δέντρα στους γυμνούς τοίχους του δωματίου της. Το πολύφωτο έμοιαζε σαν ζωντανό πουλί που καίγονταν σιγανά οι φτερούγες του όταν αυτοκίνητα προσπερνούσαν και οι σκιές έπαιρναν διάφορες μορφές γύρω από το πολύφωτο. Άπλωσε το χέρι να το αγγίξει και αμέσως εξαφανίστηκε. Έτριψε τα μάτια της μήπως ήταν στη φαντασία της αυτή η εικόνα. Τίποτα όμως δεν άλλαξε. Σηκώθηκε να ανοίξει το φως και μόνο σκοτάδι επικρατούσε. Υπέθεσε ότι μάλλον έγινε διακοπή ρεύματος. Κοίταξε δειλά από το παράθυρο αν άλλοι γείτονες είχαν φως στα σπίτια τους και όπως φάνηκε είχαν όλοι. Ήταν αδιανόητο. Τρόμος την κατέκλυσε και με βαθιές αναπνοές ηρέμησε μετά από λίγο. Κατευθύνθηκε προς το κρεβάτι έχοντας στο νου της ότι έπρεπε απλά να περπατήσει ευθεία. Κάθισε στο κρεβάτι λίγο πιο ήρεμη τώρα. Ψηλάφισε το κομοδίνο που βρισκόταν ακριβώς δίπλα της. Θυμόταν ότι είχε έναν μικρό φακό για τέτοιες περιπτώσεις.Τον ανάψε, μα και πάλι το φως του δεν έφτανε να φωτίσει τίποτα τριγύρω. Ο φόβος της επανήλθε αμέσως και η καρδιά της ήταν έτοιμη να σταματήσει από το γρήγορο καρδιοχτύπι.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

"Γιατί δεν μπορώ να δω τίποτα; Αυτό είναι παράλογο. Κάποιος μου κάνει φάρσα, αυτό είναι". Πόσο ήθελε να πειστεί με αυτή την ιδέα, μα δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Φώναξε δυνατά αν ήταν κανείς στο δωμάτιο και απάντηση δεν πήρε καμία. Συνέχιζε να φωτίζει και μάταια. Άλλοι τοίχοι δεν μπορούσαν να φανούν με τίποτα. Σηκώθηκε όρθια και ακούμπησε το ένα χέρι της στον τοίχο. Κατευθείαν έστρεψε με το άλλο χέρι το φακό σε αυτό το σημείο. "Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό, είναι αδύνατον. Πως μπορώ να αγγίζω τον τοίχο και να μην υπάρχει;".
 Το παράθυρο συνέχιζε να φαίνεται έτσι όπως το έβλεπε η ίδια. Με αργά βήματα πλησίασε προς τα εκεί έχοντας ιδρώσει από πάνω μέχρι κάτω από τον φόβο της. Έκανε μια παρορμητική κίνηση στρέφοντας ξανά τον φακό προς το παράθυρο. Πάλι έφερε το ίδιο αποτέλεσμα. "Τι θα κάνω; Μήπως όλα αυτά είναι ένα αστείο; Βοήθεια! Με ακούει κανείς;". Σκέφτηκε να σβήσει τον φακό και να αφήσει τα μάτια της να την οδηγήσουν μέσα στο σκοτάδι. Ξεπρόβαλλε πάλι το παράθυρο με το φως της σελήνης και οι σκιές εμφανίστηκαν στο πολύφωτο ξανά. Προχώρησε στο παράθυρο και το άνοιξε. Ήθελε να πάρει λίγο αέρα. Τα πνευμόνια της τα ένιωθε να έχουν μαζευτεί και ένα βάρος να τα πλακώνει. Πίστεψε ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να αναπνεύσει όπως πριν βιώσει όλα αυτά. 
 "Τελικά το φως δεν είναι η απάντηση για όλα καλή μου.
-Ποιός είναι εκεί;
-Ησύχασε...". Κατέβασε τον φακό που τον είχε υψώσει απειλητικά και μια σκιά λίγο πιο δίπλα την παραμόνευε. "Γιατί δεν μπορώ να δω το πρόσωπό σου;
-Ο καθένας μπορεί να δει και να πιστέψει ότι θέλει ή ότι νομίζει εκείνος ότι θα δει ή θα πιστέψει.
-Βλέπω έχεις διάθεση για αινίγματα.
-Θα μπορούσες να πεις ότι είμαι φιλόσοφος, μα δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να αληθεύει αυτό.
-Και τι ζητάς από μένα λοιπόν;
-Εγώ τίποτα απολύτως. Εσύ δεν θυμάσαι.
-Τι εννοείς;". Η σκιά χαμογέλασε πικρά και την πλησίασε. Ένιωσε ένα άγγιγμα κρύο σαν τον θάνατο. Έστρεψε το φως πάνω στη σκιά απότομα. "Δεν είναι αλήθεια... όχι δεν μπορεί να....
-...να είμαι εσύ;
-Τι συμβαίνει; Δεν μπορώ να ανασάνω....
-Ηρέμησε και απόλαυσε τον θάνατο". Η ανάσα της ολοένα και λιγόστευε και το μέρος έξω από το παράθυρο όλο και μίκραινε. Όλα ήταν ένα αστείο τελικά;
 Κειτόταν νεκρή δίπλα στο πάρκο που το παράθυρό της έβλεπε προς εκείνη την μεριά. Ήταν νύχτα....ο φακός έσβησε και τα πεσμένα φύλλα βάφτηκαν με το αίμα της. Το φως του ήλιου έσβησε τα σημάδια...

bottom of page