top of page

Χωμάτινη Κούκλα_© Ellada Kralli

  Όταν ήταν μικρή, η γιαγιά της συνήθιζε να της ψιθυρίζει κάθε βράδυ ένα νανούρισμα αλλόκοτο, δυσνόητο να το καταλάβει. Φυσούσε ο αέρας έξω με μανία, έμοιαζε σαν να ζήλευε το άκουσμα εκείνου του νανουρίσματος και με ζήλο χόρευε για να το προσεγγίσει.

 

«Μην ανησυχείς καρδούλα μου, δεν είναι τίποτα», αποκρίθηκε η γιαγιά της.

 

Της φάνηκε όμως πολύ παράξενο, γιατί σε κάθε νανούρισμα, ο άνεμος λυσσομανούσε. Σκέφτηκε να το πει στην γιαγιά της,μα δίσταζε . Η περιέργεια της όμως δεν θα την άφηνε να ησυχάσει.

Ένα πρωινό το έσκασε από το σπίτι και πήρε στο κατόπι ένα μικρό κορίτσι. Της έκανε νεύμα να πάνε να παίξουν και εκείνη χάρηκε. Αισθανόταν μόνη ολόκληρο το καλοκαίρι στο εξοχικό της που έδειχνε τόσο έρημο πυκνωμένο από θάμνους και πανύψηλα δέντρα. Μόνο όταν επέστρεφε στην πόλη είχε μια μοναδική φίλη της την Φαίδρα. Έτρεχε σε ένα δρομάκι μέσα σε ένα μικρό δάσος, όπου πολλές φορές παλιότερα είχε περπατήσει και καθόταν πάντα σε μια λίμνη αγναντεύοντας. Δεν σταμάτησε να τρέχει ούτε μια στιγμή, χωρίς να ξέρει τον λόγο. Πέρασε τη λίμνη και ύστερα ένα ξεραμένο λιβάδι, που η ομορφιά του είχε χαθεί κάποια νύχτα με όξινη βροχή. Είχε κουραστεί πολύ από το τρέξιμο. Σταμάτησε να πάρει μια ανάσα και τότε το κοριτσάκι εξαφανίστηκε με ένα πικρό χαμόγελο. Σκεφτόταν μήπως ζούσε σε όνειρο. Τσίμπησε το μπράτσο της και συνειδητοποίησε πως δεν κοιμόταν. Για κάμποση ώρα αναρωτιόταν, «γιατί όλο αυτό το κυνηγητό;»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι και ένιωσε μεγάλη απογοήτευση. Στην επιστροφή βουβές φωνές πρόβαλλαν μια αντίσταση μέσα στο μυαλό της. Κλείστηκε στο δωμάτιο της και έκλαψε, αλλά μια λάμψη από το παράθυρο της, την αποσυντόνισε. Δεν ήταν κάποιο άστρο, αλλά ένα εκτυφλωτικό φως μέσα από το δάσος, εκεί που έτρεξε με το κοριτσάκι. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της και με τις μύτες των ποδιών της έφτασε έως την εξώπορτα. Η γιαγιά της κοιμόταν από νωρίς και πρόσεξε μην την δει κανείς από τα γύρω σπίτια καθώς έβγαινε έξω.

Εμφανίστηκε πάλι αυτό το αξιοθαύμαστο κορίτσι. Προσπάθησε να μην δίνει σημασία στις σκιές που την περικύκλωναν και έτρεχε με κλειστά μάτια, σαν κάτι να την κινούσε να πάει στην σωστή κατεύθυνση, μα είχε άσχημο προαίσθημα. Σταμάτησε και βρέθηκε σ’ένα μεγάλο πέτρινο δάσος και αναρωτιόταν αν το είχε ξαναδεί, αλλά μάταια τυραννούσε το μυαλό της, επειδή πίστευε πως ήταν σε ένα κόσμο που είχε πλάσει η ίδια. Μια ομίχλη την άγγιξε και την έβαλε να καθίσει σε ένα θρόνο. Με την αφή ένιωθε σκαλιστά σχήματα ξεθωριασμένα με τον χρόνο. Είδε πρόσωπα μικρών ανθρώπων με αέρα μιας άλλης εποχής που χόρευαν και τραγουδούσαν. Έπαψαν όμως να γελούν και να τραγουδούν και τα στόματά τους ξαφνικά σιώπησαν. Της φόρεσαν ένα αγκαθωτό στεφάνι και ένα βελούδινο κόκκινο φόρεμα, σαν ματωμένο ρέμα που την έπνιγε. Οι εικόνες θόλωναν μεταξύ ενός ψεύτικου κόσμου ή ενός οράματος μιας πραγματικότητας. Δεν είχε ιδέα που βρισκόταν, αν ήταν μακριά ή κοντά από το σπίτι της ή αν την είχαν απαγάγει εκείνοι οι περίεργοι και φωτεινοί άνθρωποι, όπως τους αποκαλούσε. Της τοποθέτησαν και ένα στέμμα από χρυσοκεντημένα πέταλα και το μαλλί της έπεφτε ανέμελα. Από το πέτρινο σκοτεινό δάσος βρέθηκε σε μια ουτοπία, σαν να χάθηκε στον καμβά ενός ζωγράφου από ανεξήγητα τοπία.

 

Ο ουρανός δεν ήταν όπως συνήθως. Είχε το χρώμα του μενεξέ και αποχρώσεις του κόκκινου και του πράσινου, σαν να βάδιζε σε έναν αιώνιο αδαμάντινο δρόμο. Έδινε την εντύπωση πως αν το κοιτούσε αντίστροφα ένας άλλος κόσμος εμφανιζόταν και όταν τον πλησίαζε ένιωθε τρόμο. Δεν είχε αίσθηση του χρόνου και σαν υπνωτισμένη ανέβαινε στα πολύχρωμα σύννεφα που έμοιαζαν απόκοσμα. Αφέθηκε στο τραγούδι της μελαγχολίας που προερχόταν από τα χείλη μιας ματωμένης κυρίας, στο βάθος ενός μαγικού κήπου. Το αίμα, έμαθε πως ήταν από το θάνατο των παιδιών της, που η ίδια σκότωσε για να βρεί λυτρωμό στη ψυχή της. Μπλέχτηκε όμως σε αυτά τα αμαρτωλά φύλλα, αφού την οδήγησε σε αυτή την πορεία το πεπρωμένο της.

Καθώς προχωρούσαν,πρόσεξε σκαλιστά δέντρα με προσωπογραφίες από ένδοξες μάχες, στυφά κύματα σε μυαλά που αυταπατώνται. Ιππότες γενναίοι είχαν σε αυτά τα δέντρα φυλακιστεί και ενώθηκαν σαν ένα σώμα μια ψυχή για μια παλιά τυφλή τους ενοχή. Δεν υπήρχε σε εκείνα τα μέρη ούτε τέλος ούτε αρχή απλά ο ήχος μιας σπαραχτικής κραυγής. Είχαν ονομάσει αυτό το δάσος «Voci dei Morti» που σημαίνει «Οι Φωνές των Νεκρών». Η ονομασία προήλθε απο ένα πλούσιο αρχαιολόγο που είχε μανία με την εξερεύνηση. Σε μια χαραγμένη πέτρα είχε αναγνωρίσει τα γράμματα. Καμιά από τις καθιερωμένες γλώσσες που ήξερε, ανάμεσα τους και αραμαϊκά ή σουμεριακά, δεν ταίριαζε. Κατέληξε σε αυτήν την ονομασία γιατί συμπέρανε πως τέτοια εποχή είχε δημιουργηθεί αυτό το δάσος από το ξόρκι κάποιας πριγκίπισσας για να παγιδεύει ψυχές ανδρών, να πέφτουν στον άδικο χαμό ενός πολέμου και σαν στάχτες να τριγυρνούν με το σφύριγμα του ανέμου.

Ένιωσε δέος με όλα αυτά τα χρώματα, τα σχέδια, τα τραγούδια και τους χορούς και άρχισε να τραγουδά και να χορεύει μαζί τους. Ένα αλλιώτικο κρασί της δώσανε να πιεί σε ένα κρυστάλλινο δισκοπότηρο. Ένιωσε μια ζάλη εκστατική και τόσο μαγική που δεν ήθελε να γυρίσει πάλι πίσω σπίτι της, εκεί που η ανθρωπότητα κοιμάται και προσποιείται πως τίποτα δεν φοβάται. Αποχαυνωμένη εισήλθε μέσα από τα ουράνια σύννεφα σε μια κρύπτη που είχε ένα περίεργο πηγάδι, μα είχε σταθεί και το έβλεπε περιμένοντας κάποιο σημάδι. Κάτι την τράβηξε μέσα και όλο χανόταν και χανόταν στο κενό.

 

Έφτασε το επόμενο πρωί και άγγιζε τον εαυτό της να δει αν ήταν πραγματική. Άνοιξε την ντουλάπα της που είχε ένα τεράστιο ολόσωμο καθρέπτη και κοιτούσε ξανά εκείνο το κορίτσι με μια μνησικακία. Έβαλε το χέρι της πάνω στον καθρέπτη και τα χέρια τους ενώθηκαν σε μια ακολουθία συναισθημάτων που απλώθηκε ολόγυρα. Έμοιαζε πάλι σαν άλλο ένα αλλοπρόσαλλο νανούρισμα σαν και κείνα που άκουγε αρκετά βράδια, μα δεν ήξερε αν ότι είχε ζήσει ήταν αληθινό. Άρχισαν να της μιλούν αυτά τα φωτεινά πλάσματα και σαν από θαύμα καταλάβαινε τι της έλεγαν. Μιλούσε και αυτή την γλώσσα τους, σαν να ήταν κομμάτι του τόπου τους. Διοργάνωναν μια τεράστια γιορτή προς τιμήν της. Της φόρεσαν ένα διαφορετικό φόρεμα αυτή τη φορά. Ήταν κατάμαυρο με κόκκινες λωρίδες σαν σχήμα από πανάρχαια σπαθιά κάπου θαμμένα στα λευκά τους μυστικά. Την ξάπλωσαν στο γρασίδι με τις βιολετί παπαρούνες. Άπλωσαν τα πλουμιστά μαλλιά της και άνοιξαν διάπλατα τα χέρια της και προσεύχονταν.Τότε η γη εξαφανίστηκε.

 

Ανεμοστρόβιλος ήρθε όλα και τα σκόρπισε και όλους τους αφόρισε. Μα εκείνη παρέμεινε ακίνητη στην παραδεισένια της λήθη, χαμογελώντας ελαφρά διώχνοντας την θλίψη. Και φύσηξε πνοή ο Φωτεινός Θεός και έριξε δυνατό κεραυνό, εκείνη χάθηκε σαν μια χωμάτινη κούκλα .

Όταν ήρθαν τα επόμενα χρόνια την ρούφηξε ο αλαβάστρινος πηλός αυτή την χώρα και το μόνο που σχηματιζόταν ήταν η μορφή της σαν σπαραγμός για το χαμό της ψυχής της.

bottom of page