top of page

Αναγέννηση_© Ellada Kralli

Βρέχει ασταμάτητα και εκείνη έχει απορροφηθεί,γράφοντας άλλη μια ιστορία. Της έδωσε έμπνευση ο ήχος της βροχής. Τόσο μαγευτικός και αξιοπερίεργος θόρυβος εκεί στη μέση του πουθενά και το μόνο άκουσμα ήταν στάλες που έπεφταν. Σαν μικροσκοπικές νεράιδες που ήρθαν να δώσουν μια αίσθηση δροσιάς στο σκοτεινό τοπίο της νύχτας. Μόνο σε βροχερές μέρες αφηνόταν και ξεκινούσε μια νέα ιστορία να μεταδώσει.Άφησε τον εαυτό της να παραδοθεί για ακόμη μια φορά στη μουσική τους. 

Ποτέ δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει αυτές τις αντιδράσεις της,ήταν σαν ένα άλυτο μυστήριο χαμένο σε ατελείωτες σκέψεις. Πολλές φορές συνομιλούσε με τον εαυτό της προσπαθώντας να καταλάβει την ανάγκη της για απομόνωση. Ολομόναχη σε ένα μακρινό εξοχικό με μόνη συντροφιά το τρεχούμενο νερό. Αισθανόταν αυτή την αποξένωση και το υγρό στοιχείο σαν μια πλημμύρα  από  χρώματα και καινούργιες συγχορδίες. Ένας κόσμος τόσο διαφορετικός,πλασμένος με τις δικές της έννοιες και σκέψεις παρασυρόμενη σε ένα αλλιώτικο μέρος που των ανθρώπων το μυαλό δεν μπορεί να χωρέσει.


Τρεις η ώρα τα μεσάνυχτα και σε λίγες ώρες θα αρχίσει να ξημερώνει. Το κεφάλι της μένει ακίνητο και τα χέρια της να γράφουν ασταμάτητα, ενώ είναι τυλιγμένη με ένα σεντόνι, μέχρι να  αποκοιμηθεί στο σκονισμένο της γραφείο. Σαν κάλεσμα σε μια άλλη εποχή αυτός ο ήχος της βροχής. Το περισσότερο χρόνο της,τον περνάει στο γραφείο είτε γράφοντας είτε  στέκεται και  χαζεύει τις σταγόνες που πέφτουν στο παράθυρο, καθοδηγητής φαντάσου δίνοντας έναν πηγαίο ειρμό για να επιτελέσει κάποιο ανώτερο σκοπό. Ώρες ώρες δεν έτρωγε απορροφημένη από την λησμονιά μιας θεϊκής αμβροσίας και την υποδούλωση από κάτι ανεξήγητο που την έφερνε συχνά σε στιγμές απορίας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Σηκώθηκε και έκανε μια βόλτα στο εξοχικό της. Παρακολουθούσε,μέχρι που είχε δώσει πνοή το νερό. Πάνω στο χώμα, σε φύλλα άλλα μαραμένα και άλλα μόλις ανθισμένα και σε πλαγιές πάνω στα πλακάκια και στις πόρτες σχηματίζονταν σχέδια πρωτόγνωρα και φαντασμαγορικά. Αναλογίστηκε για λίγο πως ότι έβλεπε δεν ήταν υπαρκτό, μα πήρε την θέση ένας άλλος συνειρμός. Μια μεγάλη σκάλα και σε κάθε σκαλοπάτι  βρισκόταν και κάτι που διέφερε. Εκεί που μόλις είχε βρει μια εξήγηση για το ένα ανέβαινε το επόμενο και βίωνε κάθε μέρα ένα χαοτικό βουνό, όπου σε κάθε πλαγιά  υπάρχει και μια διαφορετική πόρτα. Κάποια στιγμή άρχισε να κουράζεται με αυτό το παιχνίδι του μυαλού,έκλεινε τα μάτια της καθώς αφουγκραζόταν τα κύματα του γιαλού. 


Η επόμενη μέρα έδωσε έναν τόνο πιο ζωντανό και προσευχόταν πάλι να βρέξει. Έμοιαζε σαν ναρκωτικό ο ήχος της και αυτό της είχε προκαλέσει εθισμό. Κάποιες στιγμές την μεταμόρφωνε ο παραλογισμός και δεν έδειχνε ανθρώπινη, αλλά σαν μια μηχανή που είχε κατασκευαστεί για μια συγκεκριμένη αποστολή. 


Έτσι περνούσαν οι μέρες της Έλινορ, που καμία επαφή δεν είχε με τον έξω κόσμο, μόνο κάτι σπάνια τηλεφωνήματα με την μητέρα της για να δίνει το παρόν της ύπαρξης της και αφού γινόταν αυτή η επιβεβαίωση εξαφανιζόταν για μέρες, αποκόβοντας κάθε είδους σύνδεση με τον πολιτισμό και αφοσιωμένη όλο και περισσότερο στον αποκρυφισμό. Με δόλιο τρόπο την καθήλωνε αυτό το κομμάτι της που είχε τόσο πολύ την βαθιά επιθυμία να μεταφέρει τις ιστορίες της σε τόπο απόκρυφο και μυστικό. 

Ευτυχώς που δυο φορές την εβδομάδα ερχόταν η καθαρίστρια και έβλεπε και έναν άνθρωπο, μα ένιωθε τόσο άβολα και πάλι. Είχε αναπτυχθεί μια οικειότητα μεταξύ τους σαν φιλία και ποτέ δεν την άφησε να την αποκαλέσει κυρία. Την αποσυντόνιζε κάποια στιγμή από το γράψιμο και τις σκέψεις της.Αυτό την εκνεύριζε πολύ, αλλά παράλληλα της έδινε ένα άλλο ύφος γραφής. Δεν ήταν τόσο σκληρό και ψυχρό, μα κάτι ελαφρύ και γλυκό. Μπερδευόταν με αυτή την συνοχή ακατανόητων πραγμάτων, όπως κάποια ερασιτεχνική ασυνήθιστη μυρωδιά από μίξη αρωμάτων. Όταν τελείωνε την δουλειά της και έφευγε, ευτυχία ένιωθε και να πάλι η μισοσκότεινη μοναξιά να παραμονεύει σε ένα δωμάτιο μέσα στο σπίτι.

Δεν ήθελε να μιλάει με κανέναν,η μόνη παρέα της το χαρτί και μια πένα. Πρόσμενε να βρέξει πάλι για να χαθεί σε απρόσμενα μονοπάτια με την κάθε της σκέψη. Δεν είχε τόση διάθεση και βγήκε έξω απολαμβάνοντας την πηγή έμπνευσης της. Ένιωσε μια λύτρωση μέσα της και στροβίλισε χαμογελώντας. Ξάπλωσε καταγής,έκλεισε τα μάτια της και ονειρευόταν την ύπαρξη της σαν μια σταγόνα βροχής. Είχε τόσο παθιαστεί με αυτή την ιδέα που την είχε μεταμορφώσει σε ανθρώπινο ον, με άλλη όψη και ανώτερο από καθετί. Πάνω στην νιρβάνα που την είχε συνεπάρει,ένας ήχος από πατήματα στην εξώπορτα την αποπροσανατόλισε. 


Με τρόμο σηκώθηκε απότομα για να δει τι κρυβόταν στην εξώπορτα. Δύσκολα κατάφερε να εντοπίσει από που προέρχονταν αυτά τα πατήματα, μέχρι που ακούστηκε και ένα σιγανό χαχανητό. Είχε κοκαλώσει και δεν ήξερε πως να αντιδράσει.Αισθάνθηκε μια ζεστή ανάσα στο αυτί της και σωριάστηκε στο χώμα.Μετά από δυο μέρες,την βρήκε η Κατρίνα η καθαρίστρια αναίσθητη και ειδοποίησε την αστυνομία και ένα ασθενοφόρο. Ήταν πολύ αδύναμη και ταλαίπωρη και μετά από μια βδομάδα επέστρεψε στο σπίτι της. Της πήραν κατάθεση για το τι συνέβη, μα τίποτα δεν μπορούσε να θυμηθεί, το μοναδικό πράγμα που είχε χαραχτεί στην μνήμη της ήταν η καταρρακτώδης βροχή.

Αποφάσισε η Κατρίνα να είναι μαζί της από 'δω και πέρα, διότι αυτό το συμβάν της είχε προκαλέσει μεγάλη ανησυχία. Μπορεί να μην είχαν στενή σχέση, μα νοιαζόταν για την Έλινορ και ούτε στην ίδια επέτρεψε να της το απαγορεύσει. Έφερνε αντιρρήσεις, ώσπου κουράστηκε πια να λογομαχεί με εκείνη και δέχτηκε να μείνει προσωρινά μαζί της για να την προσέχει. Έδωσε σαφείς κανόνες για τα προσωπικά της είδη και τον χώρο της και το σεβάστηκε. Με δυσκολία την έβλεπε γιατί κλεινόταν μερόνυχτα στο δωμάτιό της και κλείδωνε και την πόρτα. 


Ένα βράδυ καθώς αποκοιμήθηκε διαβάζοντας κάτι σκοροφαγωμένα βιβλία άκουσε ένα γρατζούνισμα στην αποθήκη. Κατέβηκε και ξύπνησε αλαφιασμένη την Κατρίνα : 


«Ξύπνα!Κάποιος είναι στο σπίτι τί θα κάνουμε;


-Δεν ξέρω Έλινορ.... να καλέσω την αστυνομία; Πάντως δεν ακούω τίποτα εγώ..... μήπως είδες εφιάλτη;».


Δεν της έβγαινε ξαφνικά φωνή είχε σοκαριστεί και την βοήθησε να πάει μέχρι το δωμάτιό της. Της έδωσε ένα ηρεμιστικό και την σκέπασε. Την επόμενη μέρα σκέφτηκε να βγει να περπατήσει.Μία από τις σπάνιες φορές που ξεμύτιζε στο φως του ήλιου. Περπατούσε ώρες και δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της αυτό που καραδοκεί και θέλει απεγνωσμένα να την τρελάνει. Μια αύρα κατάμαυρη την πλησίαζε μα δεν έδινε σημασία στην ενέργεια αυτή, επειδή είχε κολλήσει στο χτεσινό βράδυ. Σαν να ένιωσε κάτι να την παρακολουθεί. Γύρισε το κεφάλι της και έπεσε σε μια βαθιά τρύπα.Μετά από μέρες την βρήκαν οι αστυνομικοί και της είπαν πως αν κάποιος την απειλεί θα έπρεπε να το είχε αναφέρει. Υπέθεσε πως κάποιος της έκανε φάρσα, μα η αστυνομία στηρίχτηκε σε κάτι πιο σοβαρό από το αστείο ενός τρελού. Τρομοκρατημένη η Κατρίνα περιποιήθηκε την Έλινορ, η οποία ευτυχώς δεν είχε σοβαρά τραύματα απλά γρατζουνιές και μώλωπες.Σταυροκοπιόταν ευχαριστώντας τον Θεό που δεν είχε συμβεί κάτι τρομερό.


Φωνές την ξύπνησαν μες την νύχτα........ 
«Η Κατρίνα!», σκέφτηκε αμέσως και έτρεξε μέχρι το δωμάτιό της. Το θέαμα δεν ήταν καθόλου ευχάριστο. Κάποιος σκότωσε την υπηρέτρια. Έπεσε στο πάτωμα και με σπαραγμό αποχαιρέτησε την Κατρίνα. Αφού ηρέμησε μάζεψε το πτώμα της με ένα σεντόνι και το πέταξε στην θάλασσα. Μετά από μέρες πέρασε ένας αστυνομικός να κάνει έναν έλεγχο στο σπίτι. Ρώτησε για την Κατρίνα και το μόνο που του απάντησε η Έλινορ ήταν πως από τον φόβο της,την εγκατέλειψε. Δεν ήξερε γιατί απέκρυψε την αλήθεια, αλλά κάτι στην άκρη του κεφαλιού της την έκανε να ερευνήσει το θέμα όσο μπορεί μόνη της, δίχως την παρέμβαση της αστυνομίας. Πίστευε πως την αφορούσε άμεσα και ίσως υποδείκνυε κάποιο παλιό της παράπτωμα. Δεν ήταν σίγουρη για τίποτα. Πολύ δελεαστικός ο τρόμος με το παραμιλητό της βροχής και να ήθελε να το αποφύγει το μόνο που ψέλλιζε ήταν : «Γίνεται σε τέτοια μαγεία να αρνηθείς;».


Ρίχτηκε μέσα στο χάος ξανά και κοιτούσε γύρω της,παγιδευμένη στο πουθενά. Πέρασε ένα εγκαταλελειμμένο σοκάκι που όλοι οι κάτοικοι απέφευγαν για κάποιες παλιές και τρομαχτικές ιστορίες, τώρα άγνωστο ποιά ήταν η αλήθεια ή μυθικά  σκευάσματα του νου. Έψαξε στο μυαλό της απαρχαιωμένες θεωρίες και κατέληξε πως ο φόβος παρεμβαίνει και επιφυλάσσει μεγάλες κακουχίες. Μεγάλη διαδρομή και για συντροφιά της η βροχή, που κάθε φορά μιλούσε μαζί της και εκμυστηρευόταν όλα της τα μυστικά. 


Μια δυσνόητη λάμψη και άρχισε σιγά-σιγά να βλέπει καθαρά, πτώματα σωριασμένα στο χλωρό χορτάρι που μαύρο φαινόταν με τις σκιές των μνημάτων. Είχε βρεθεί σε ένα μέρος ξεχασμένο, ψυχές να περιφέρονται και να προκαλούν τρόμο. Ψύχραιμη πλησίασε να ακούσει τις φωνές τους, μα μάταια ήλπιζε. Έπεσε ένας κεραυνός και τα κατέστρεψε όλα, ένας πλήρης αφανισμός νεκρών και ζωντανών πραγμάτων. Οι κάτοικοι άκουσαν φωνές και ενοχλητικούς θορύβους και αποφάσισαν με το ξημέρωμα να μαζευτούν όλοι και να δουν τι ακριβώς συνέβη.
Αφού μαζεύτηκε όχλος κρατώντας ότι όπλο είχε ο καθένας μαζί του έφτασαν στον στοιχειωμένο για εκείνους τόπο. Επικρατούσε ηρεμία και ένα αεράκι δροσερό χάιδευε τα πρόσωπά τους.Θεώρησαν πως κάτι άγιο φώτισε εκείνο το σημείο αποφυγής. Το κλάμα ενός μωρού τους τράβηξε την προσοχή. Τρέξανε μέχρι τα μνήματα. Ένα μωρό κοριτσάκι βρισκόταν πεταμένο στον τάφο της Έλινορ Κόρει. Το περιμάζεψαν και υιοθετήθηκε από μια φιλόξενη και στοργική οικογένεια. 
Πικρός ο θάνατος στην περιφορά των μνημάτων ψάχνοντας για κάτι ανάρμοστο και άδικο. Νέα πνοή ζωής, ίσως στο λιβάδι της σιωπής, ερμηνεύοντας στιχομυθίες της βροχής ή μια ακόμη ευκαιρία για την διόρθωση σφαλμάτων μιας ψυχής που είχε διχαστεί;

bottom of page