top of page

Η Σιωπή των Νεκρών_© Ellada Kralli

Στο Μανχάταν όλα σκιαγράφονταν πελώρια,με την όψη των κτιρίων, που στην φαντασία ενός μωρού θα έμοιαζαν με γλυκούς εφιάλτες στα περιθώρια μιας μοναδικής χαράς στα μάτια της μεταμέλειας, η οποία απλά λοξοδρόμησε και αρκέστηκε στο χάδι της δήθεν ευτυχίας. 

Έτσι ζούσε ο Μάρκ και μονολογούσε για το αύριο αν θα ήταν ομαλό, μα αυτό περιπλανιόταν μετέωρο και είχε μια αίσθηση φόβου πάνω σε αυτό. Ήταν ο καλύτερος στη δουλειά του. Εργαζόταν στο χρηματιστήριο στο κέντρο της πόλης και είχε προαχθεί στη θέση διευθύνοντος στελέχους, μια αξιότιμη θέση που πολεμούσε να την πάρει εδώ και πολλά χρόνια.Ήταν εργατικός και τακτικός,μα ταυτόχρονα πονηρός και ματαιόδοξος. Δεν του άρεσε να χάνει ποτέ τίποτα στη ζωή του και όποιο κι αν ήταν το κόστος το διεκδικούσε.

Τον είχε πάρει ο ύπνος στην οθόνη του υπολογιστή του.Η μαυρισμένη οθόνη είχε γραμμένη μόνο μια φράση : 
«Αν θες να ξυπνήσεις σε μια άλλη πραγματικότητα ειδοποίησέ μας».

Νόημα από αυτό το μήνυμα δεν μπόρεσε να βγάλει. Συμπέρανε ότι επρόκειτο για κακόγουστο αστείο, διότι πολλοί τον χλεύαζαν πως δεν ζει σαν κανονικός άνθρωπος και το μόνο που του αρέσει είναι να χάνεται στους αριθμούς.

«Δεν είναι κακό να είναι κάποιος άψογος στην δουλειά του», σκέφτηκε καθώς ετοιμαζόταν.

Κατέβηκε στο γκαράζ παίρνοντας την Μερσεντές του, η οποία ήταν το βραβείο ανταμοιβής του για το καλό της εταιρείας. Άλλη μια ανιαρή μέρα χωρίς ενέργεια και ένα χάος από έγγραφα ποικίλα σε αριθμούς και πρόσωπα. Είχε σιχαθεί τον τρόπο ζωής του κατά κάποιο τρόπο,δεν έβρισκε κάτι ουσιώδες. Η Κλάρα τον σκούντηξε και εκείνος ούτε καν την πρόσεξε.

«Έι Μάρκ! Είσαι καλά;

-Ορίστε;
-Α! Καλά. Ο Κύριος Ντέλακουερ θα έρθει αύριο στο συμβούλιο έτσι μας είπε ο Τζώρτζ. Πρέπει να είσαι και εσύ.

-Να σου πω κάτι Κλάρα... έχω βαρεθεί αυτή την κατάσταση.

-Τί εννοείς;

-Άστο. Φέρε ένα πικρό καφέ».

Εξαφανίστηκε κι αυτή καθώς κοιτούσε τα οπίσθια της προχωρώντας στην κουζίνα και σκέφτηκε πόσο μόνος ήταν. Δεν είχε καμία σχέση μετά το διαζύγιό του με την Έστελ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 
Σχολώντας πέρασε από ένα μαγαζί με ντόνατς και αγόρασε δυο.
Το σπίτι του φαινόταν άδειο και απομονωμένο. Μήπως έφταιγε εκείνος; Όλοι τον θαύμαζαν για τη δεξιοτεχνία του και την ευστροφία του σε πολλά πράγματα και εκείνος απλά τοποθετούσε ένα ψεύτικο χαμόγελο ευγνωμοσύνης, ενώ από μέσα του παρακαλούσε να τελειώσει γρήγορα αυτό το θέατρο. 

Είχε αποχαυνωθεί καθισμένος στην βεράντα μαζί με έναν φορητό υπολογιστή που είχε. Κοιτούσε κάτι τελευταίες λεπτομέρειες για το τι θα πει στο αυριανό συμβούλιο. Γενικά, η ζωή του ήταν σε μια τάξη, ένα αυστηρό πρόγραμμα. Από μικρός ήταν μαθημένος έτσι. Η πειθαρχεία ήταν ο βασικός δάσκαλός του και  μεγαλώνοντας του έμεινε συνήθεια. Το καθιερωμένο πρόγραμμά του ήταν: θα σηκωνόταν πίνοντας τον αχνιστό του καφέ με άρωμα καραμέλας, ύστερα θα πήγαινε στην δουλειά του και με το σχόλασμα θα πέρναγε από ένα συγκεκριμένο περίπτερο παίρνοντας μια καθημερινή εφημερίδα ή θα σταματούσε σε ένα μαγαζί αγοράζοντας ένα ντόνατ και όταν θα γύριζε σπίτι του θα κλεινόταν με τις ώρες παγιδευμένος με τους αριθμούς ή κοιμισμένος στον καναπέ του με ανοιχτή την τηλεόραση.

Χτύπησε με δύναμη το τραπεζάκι και αγανάκτησε έτσι όπως ζούσε και αηδίαζε με ότι κι αν είχε πετύχει για τον εαυτό του. Έψαξε τις επαφές στο κινητό του και βρήκε έναν αριθμό. Χτυπούσε για ώρα και μόλις άρχισε ο Μάρκ να νευριάζει επιτέλους απάντησε μια γυναίκα. 
«Κάρεν εσύ είσαι;

-Όχι, είμαι η ξαδέλφη της η Ανέττα.

-Πού είναι η Κάρεν; 

-Μισό λεπτό να την φωνάξω». Περίμενε περίπου 10 λεπτά και είχε εξαγριωθεί.

«Παρακαλώ;

-Έλα. Σε ένα τέταρτο σε περιμένω σπίτι μου.

-Α! Μάρκ...εντάξει τα λέμε».

Πήγαινε πάνω κάτω και στριφογύριζε σαν σβούρα και ξαφνικά ακούστηκε ο ήχος από το κουδούνι. 
«Κάαααα......!!!».

Μαύρισαν τα πάντα. Κάτι αχνές φωταψίες πλημμύρισαν το μονοπάτι. Κάποιοι κρατώντας δάδες περπατούσαν σε ένα δρομάκι περικυκλωμένοι από δέντρα και αγκαθωτούς θάμνους. 

«Το ποτήριο της ζωής δεν γράφτηκε ακόμα.

-Μην βιάζεσαι Φρέντι δεν είναι όλοι σαν εμάς.

-Γιατί ακολουθούμε αυτό το δρόμο;

-Ησυχία Έβελιν θες να προκαλέσεις διαταραχή;».
Σώπασε αν και είχε απορήσει για την πορεία αυτή που γινόταν κάθε πανσέληνο. Ήταν νέα ακόμα και δεν είχε κατανόηση για πολλά και για τα περισσότερα ονειροπολούσε. 

«Τί είναι αυτό;

-Δεν μπορώ να δω. Α! Ο Μάρκ Μπενζίν.

-Τί; Ποιός είναι αυτός;

-Μια φορά του έστειλα μήνυμα στον υπολογιστή του.

-Τί έκανες; Γιατί το έκανες αυτό;

-Σιγά Φρέντι με πονάς.

-Κατάλαβέ το επιτέλους. Είμαστε οι Μάρτυρες εκτός κι αν θες να επιλέξεις τους Συλλέκτες.

-'Όχι δεν θέλω.

-Και τότε τί γυρεύει αυτός εδώ;

-Εγώ τον έφερα.

-Κάρεν τί κάνεις εδώ; Δεν ανήκεις εδώ.

-Τί λες,θα είναι καλός για την συλλογή μου;

-Μην τολμήσεις.

-Γιατί θα σε φοβηθώ;

-Σταμάτα τσούλα»..... την χτύπησε τόσο βίαια που έπεσε κάτω.
Δεν τρόμαξε όμως και το μόνο που ακουγόταν ήταν το γλαφυρό γέλιο της. Η Έβελιν είχε κρυφτεί πίσω από τον Φρέντι και περίμενε πότε θα έφευγε αυτή η γυναίκα. 
«Θα τα ξαναπούμε Φρέντι... το παιχνίδι μας συνεχίζεται.... χαχαχα!».

Ο Μάρκ αναπήδησε από το κρεβάτι του νιώθοντας το κεφάλι του βαρύ. Δεν θυμόταν τίποτα ή κάτι τρεμόπαιζε μέσα στο κεφάλι του. Μια μαύρη φιγούρα. Δεν είχε ιδέα τι μπορεί να είχε προηγηθεί και έλεγξε μήπως είχε κανένα μήνυμα στον τηλεφωνητή του. Είχε δύο μηνύματα από την Κλάρα υπενθυμίζοντάς του την αυριανή ώρα και ένα άλλο από την Κάρεν που την άκουσε πολύ νευριασμένη και παραξενεύτηκε. Μετά το μήνυμά της την πήρε αμέσως τηλέφωνο. 
«Κάρεν;

-Έλα Μάρκ τί θες;

-Μα, γιατί μου μιλάς έτσι;

-Μου αρέσει που το παίζεις και άνετος.

-Δεν καταλαβαίνω για ποιό πράγμα μου μιλάς;

-Από την μια με καλείς σπίτι σου και από την άλλη δεν είσαι εκεί;
-Εγώ σε κάλεσα; Πότε;Δεν είχα φύγει. Πριν λίγο σηκώθηκα. Είχα κοιμηθεί βαριά.

-Πάλι άρχισες να πίνεις και ξεχνάς τί κάνεις;

-Έλα μωρό μου. Σε θέλω έλα από 'δω».

Μίλησαν για λίγη ώρα κατευνάζοντας τα πνεύματα και μετά από μερικά λεπτά η Κάρεν βρισκόταν σπίτι του. Φορούσε ένα κολλητό δαντελωτό μίνι φόρεμα και τα εσώρουχα της δεν ήταν δύσκολο να τα δει κανείς. Αμέσως την άρπαξε και την έριξε  στο πάτωμα δαγκώνοντάς την και σκίζοντας τα ρούχα της. Εκείνη αναστέναζε από ηδονή και φώναζε κι άλλο. Τόση ένταση και πάθος εκείνες τις στιγμές, κάνοντας έρωτα σε όλα τα σημεία του σπιτιού. Μετά από τρεις ώρες ξαπλωμένοι στο πάτωμα γύρισε ο Μάρκ και της είπε : 
«Γιατί πρέπει να κάνεις αυτή την δουλειά; Αχ! Μακάρι να ήσουν αλλιώς.

-Τουλάχιστον είμαι πολυτελείας και δεν έχω τον κάθε τυχάρπαστο.

-Κάρεν.... σ'αγαπώ...

-Πώς σου ήρθε τώρα αυτό;

-Σοβαρά. Θέλω να σε βοηθήσω να ξεμπλέξεις και να γίνεις γυναίκα μου.

-Άστα αστεία βρε Μάρκ. Πρέπει να πηγαίνω.

-Όχι, μην φεύγεις.

-Σοβαρέψου Μάρκ. Δεν είμαι εγώ τέτοιος άνθρωπος και ποτέ δεν θα γίνω. Άρχισε να ζεις την πραγματικότητα».
Του μιλούσε η Κάρεν μα είχε χαθεί στις σκέψεις του. Προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι που ήταν σίγουρος πως είχε δει ή ξανακούσει. Δεν πήρε είδηση ότι η Κάρεν είχε φύγει εδώ και ώρα και στεκόταν γυμνός στο πάτωμα του χολ. Έβαλε το σλιπάκι του και ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Μια παραλλαγή ονείρου και πραγματικότητας τριγύριζε στο μυαλό του. Κάποιες επιστημονικές ενδείξεις βρήκε γενικά και τίποτα παραπάνω και αντιλήφθηκε ότι είχε κολλήσει σε κάτι ανούσιο. Τελικά, αργότερα κοιμήθηκε στον καναπέ βλέποντας μια αστυνομική σειρά.
Η επόμενη μέρα ήταν ομιχλώδης και λογικά θα ξεσπούσε μπόρα. Ήταν οι ξαφνικές μπόρες του καλοκαιριού... συνηθισμένο. Τον έπιασε η βροχή στα μέσα της διαδρομής και έβριζε, επειδή είχε δημιουργηθεί μεγάλη κίνηση και αγχωνόταν αν θα προλάβαινε το συμβούλιο. Για καλή του τύχη έφτασε πέντε λεπτά νωρίτερα. Ο Τζώρτζ Χαριτάουερ τον περίμενε με ανυπομονησία και μόλις τον είδε να βγαίνει από το ασανσέρ χαμογέλασε.

«Μάρκ πάνω στην ώρα ο Τζον Ντέλακουερ μόλις ήρθε».

Τον έκραζε από μέσα του και αυτόν και τον άλλον. Μπαίνοντας στην αίθουσα άλλαξε πρόσωπο. «Χαίρετε, είμαι ο Μάρκ Μπενζίν και χαίρομαι που διαλέξατε εμάς για τις συναλλαγές σας. Και τώρα ας μιλήσουμε για την πολιτική της εταιρείας μας.....».
Για ώρες φλυαρούσε με τον μεγαλομέτοχο Ντέλακουερ,τους συμβούλους και τα στελέχη του. Βγήκε θετική απόφαση και  θριάμβευσε για άλλη μια φορά. Κανόνισαν δείπνο στο καζίνο Νew York στο Λας Βέγκας. Ήταν μια ευκαιρία να ξεφύγει από την δουλειά του και συνέπεσε με την άδεια του. Ότι καλύτερο μετά από πάρα πολύ καιρό.

Το δείπνο είχε κανονιστεί στην αίθουσα εστιατορίου του καζίνου το Σάββατο και σκέφτηκε ο Μάρκ τις τρεις βδομάδες της άδειας του να τις περάσει εκεί. Θα έβρισκε τρόπο να ξεχαστεί από την δουλειά του και ότι τον βασάνιζε. Μέσα του, όμως δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά μόνο η Κάρεν. Δεν του είχε τηλεφωνήσει από την τελευταία φορά που ειδωθήκαν. 

Το δείπνο ήταν βαρετό και ο κλασσικός πελάτης μιλούσε ακατάπαυστα. Σε μια στιγμή ο Μάρκ σκαρφίστηκε μια δικαιολογία να αποσυρθεί,λίγο ακόμα και θα αυτοκτονούσε. Είχε ξαπλώσει στο μεγάλο κρεβάτι στην σουίτα που του είχε κλείσει το αφεντικό του. Πολύ τον χρειάζονταν, ήταν το διαμάντι της εταιρείας και χωρίς αυτόν ήταν χαμένοι. Θα έκαναν οτιδήποτε για να τον κρατήσουν. Του βγήκε ένα πνιχτό χαμόγελο στη σκέψη αυτή, μα και πάλι αφέθηκε στην υπόγεια θλίψη του. Αυτή η φυλακή της πόλης τον έπνιγε και δεν τον χαροποιούσε καθόλου. 

Κατά την διάρκεια της νύχτας, δυσκολευόταν να κοιμηθεί και ανακάθισε στο κρεβάτι καλώντας την Κάρεν.
«Ναι, ποιός είναι;

-Έλα καλή μου κοιμάσαι; Συγνώμη αν σε ξύπνησα. Ο Μάρκ είμαι.

-Μάρκ τί συμβαίνει; Γιατί με πήρες τέτοια ώρα, πέντε η ώρα το πρωί;

-Συγνώμη, συγνώμη. Ήθελα να σε προσκαλέσω να έρθεις στο Λας Βέγκας .Έχω άδεια και ήθελα την πολύτιμη παρέα σου.

-Ξέρεις πως θα σου κοστίσει ακριβά.

-Δεν με νοιάζει, αρκεί που θα έρθεις.

-Εντάξει, λοιπόν κλείσε μου εισιτήριο και σε λίγες ώρες θα είμαι δίπλα σου το βράδυ. Κοιμήσου και λίγο όμως...».

Σαν κάτι να ψέλλισε και έκλεισε το ακουστικό. Την πήρε ο ύπνος, μα εκείνος από την υπερένταση δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Περπατούσε πέρα δώθε στο δωμάτιο και τίποτα. Κάθισε και άνοιξε τον υπολογιστή του, χαζεύοντας άσχετα πράγματα σε περίπτωση που αποκοιμόταν. Εκεί που τα μάτια του άρχισαν να βαραίνουν σιγά σιγά παρατήρησε ότι η οθόνη του είχε μαυρίσει. «Πάλι το ίδιο αστείο;», αποκρίθηκε. Κάτι φάνηκε να είναι γραμμένο : «Τελικά σ'αρέσει αυτή η πραγματικότητα;».  

Ασυναίσθητα ξεκίνησε να πληκτρολογεί : «Είσαι ένα χάος που θέλει σβήσιμο...». Γέλιο  και μια φράση.... «Όταν είσαι χαμένος στη σιωπή κανένας δεν μπορεί να σε ακούσει...».
Δεν το συνέχισε και για τα καλά τον είχε πάρει ύπνος.

...... «Ωχ! Ξυπνάει.... γαμώ το κέρατο μου.

-Ησυχία Φρέντι εσύ δεν μου το έμαθες αυτό;

-Τί να ησυχάσω; Δεν βλέπεις τί γίνεται εδώ πέρα;

-Με τα νεύρα δεν βγάζεις τίποτα.

-Εξαιτίας σου τα τραβάμε όλα αυτά.

-Σταμάτα Φρέντι την τρομάζεις. Είναι νέα ακόμα.

-Αχ! πόσα νεούλια θα νταντεύω ακόμα μου λες Βίκι;

-Γρήγορα το ποτήριο του θα ξεχειλίσει. Ρίξε σκόνη αμνησίας».
Είχαν περάσει πολλές ώρες και ο Μάρκ ήταν ξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα. Κοίταξε το ρολόι και φώναζε σαν τρελός. Είχε πάει μια η ώρα το μεσημέρι. Ετοιμάστηκε μέσα σε 5 λεπτά και έτρεξε για να κλείσει αεροπορικό εισιτήριο για την Κάρεν. Ευτυχώς πρόλαβε να και την ειδοποίησε να είναι έτοιμη σε δυο ώρες να πάει στο αεροδρόμιο.

Η Κάρεν θα βρισκόταν στο Βέγκας κατά το βραδάκι. Βγήκε να κάνει μια βόλτα, αν και η βουή από τα τριγύρω μαγαζιά,του προκαλούσε πονοκέφαλο. Πρόσεξε στο δρόμο το πρόσωπο μιας νεαρής κοπέλας,του χαμογελούσε και άρχισε να την ακολουθεί, δίχως ιδιαίτερο λόγο. Άνοιξε μια σκοτεινή πόρτα που οδηγούσε σε ένα πέτρινο διάδρομο. Είχε φοβηθεί για λίγο, μα το τόλμησε και προχώρησε και εκείνος μέσα. Ένας γδούπος μόνο ακούστηκε και μετά σιωπή.

«Γαμώτο Έβελιν μας έχεις βάλει σε μεγάλο κίνδυνο το ξέρεις;».

Η Έβελιν είχε μαζευτεί σε μια γωνιά και δεν μιλούσε καθόλου απλά κοιτούσε τον Φρέντι να ψαχουλεύει τις τσέπες του Μάρκ. 
«Πάλι καλά δεν έχει κανένα σύμβολο συνόδου.

-Πρέπει σύντομα όμως να φορέσει της μετάνοιας.

-Βίκι αυτό δεν μπορώ να το κάνω εγώ, άλλος έχει αυτή τη δικαιοδοσία. Εμείς απλά προσέχουμε το ποτήριο. Θα σταματήσεις κι εσύ να κλαψουρίζεις; Αμάν με ζάλισες.

-Φρέντι έλα άστην. Έβελιν πρέπει να πας για συγχώρεση αύριο, γιατί όντως διατάραξες την ισορροπία.

-Μα.... μα..., δεν το ήθελα. Μου φάνηκε τόσο συμπαθής.

-Τί; Μην τυχόν και έχεις συναισθήματα για αυτόν, γιατί τότε την βάψαμε. Δεν επιτρέπεται το καταλαβαίνεις αυτό;».

Άλλη μια σιωπή στην μαυρισμένη αίθουσα. Ο Φρέντι είχε δίκιο, η Έβελιν είχε αρχίσει να νιώθει κάτι για τον Μάρκ.

Ξημέρωνε.... σηκώθηκε απότομα ο Μάρκ από το κρεβάτι του.
«Ωχ! Όχι η Κάρεν. Θα έχει θυμώσει μαζί μου.

-Να θυμώσω γιατί καλέ μου;
-Κάρεν πότε ήρθες;

-Δεν έχω πολύ ώρα. Καθυστέρησε το αεροπλάνο.

-Δεν ξέρω τι έπαθα. Μάλλον είμαι πολύ κουρασμένος.

-Κοιμήσου πάλι τότε».
Τον είχε τυλίξει στην αγκαλιά της και σιγοψιθύριζε κάτι. 
«Δεν θα σε αφήσω να το κάνεις αυτό Κάρεν.

-Φρέντι πώς και από 'δω; Σου έλειψα;

-Σιγά μην μου έλειπε ένα αηδιαστικό πλάσμα όπως εσύ.

-Έλα μην είσαι τόσο κακός»..... και ολοένα και τον πλησίαζε... «Φύγε από κοντά μου...

-Κρίμα που άλλαξες πλευρά, περνούσαμε τόσο ωραία.

- Να παρέμενα με την αρρώστια και ότι άλλο μπορεί να χωρέσει η φαντασία σου που δεν μπορώ να βρω λόγια για να το περιγράψω;

-Μα, έλα τώρα καταβάθος σ'αρέσει και 'σένα απλά δεν το παραδέχεσαι.

-Ποτέ ξανά!Ακούς; Προτιμώ έτσι όπως είμαι τώρα. Και αυτόν άστον ήσυχο. Είναι από τη δική μας πλευρά.

-Χμμ, θα το δούμε αυτό.

-Σταμάτα επιτέλους».
Την ακινητοποίησε η Έβελιν ώστε να μην μπορεί να του κάνει κακό μέχρι να ξυπνήσει. Τα πρωινά ήταν ευάλωτη και στηρίζονταν σε αυτό. Χάθηκαν με το φανέρωμα του ήλιου.

Ο Μάρκ είχε διάθεση για οδήγηση. Δεν ήθελε να ξυπνήσει την γλυκιά του Κάρεν και παίρνοντας τον καφέ μαζί του κατέβηκε στο υπόγειο γκαράζ του ξενοδοχείου. Αισθανόταν μια ευεξία και ζωντάνια και θυμήθηκε τα πρωινά, που τον ξυπνούσε η μητέρα του με ένα δροσερό φιλί στο μέτωπο και από την κουζίνα να μοσχομυρίζουν οι αχνιστές τηγανίτες πασπαλισμένες με μέλι. Ωραία ανάμνηση στα μιας πορείας ζωής, που μάλλον είχε πάρει τον κατήφορο. Φαινόταν διαφορετικό το Λας Βέγκας το πρωί, δίχως την οχλαγωγία και τις ρουλέτες. Έφτασε μέχρι το Mandalay Bay Hotel, όπου είχαν διαθέσει ένα μικρό μέρος της παραλίας για τους επισκέπτες, διότι δυστυχώς το Λας Βέγκας βρισκόταν στη μέση της ερήμου της Νεβάδας και μόνο οι κάτοχοι αυτού του ξενοδοχείου είχαν δημιουργήσει αυτό το τμήμα. Είχε πάει στο πιο θορυβώδες μέρος για διαμονή, μα έτσι είχε κανονιστεί. Εκεί ήταν όλα πιο ήρεμα.

Κάθισε σε μια ξαπλώστρα και παρήγγειλε έναν χυμό. Απολάμβανε την ησυχία, ώσπου άκουσε μπουμπουνητά. Πάνω που πήγε να χαλαρώσει, του το χάλασε ο καιρός. Ήταν λίγο μακρινή η απόσταση από το ξενοδοχείο του μέχρι εκείνο που πήγε. Τον έπιασε βροχή στο δρόμο και η άσφαλτος γλιστρούσε επικίνδυνα. Μια λάμψη και..........

«ΕΒΕΛΙΝ!!!!

-Ν... ν.... ναι Φρέντι.

-Καταλαβαίνεις τί κάνεις;»... η Έβελιν είχε σωπάσει.

«Είμαι αναγκασμένος...

-Όχι, Φρέντι.

-Άσε με Βίκι. Εξάλλου είμαι ο αρχηγός του Τάγματος, αλλά μόνο εμείς βρισκόμαστε σε αυτή τη θέση τώρα και δεν συνεχίζουμε άλλη προστασία, επειδή η δεσποινίς από 'δω δάγκωσε την λαμαρίνα,κατάλαβες;

-Σε παρακαλώ μην το κάνεις.

-Δεν μπορείς να με μεταπείσεις. Έχω πάρει την απόφασή μου».

Πήγε προς το μέρος της Έβελιν και την έπιασε με δύναμη από τα χέρια. 
«Σου αφαιρώ το δικαίωμα ακολουθίας και θα μεριμνήσω για την τιμωρία σου. Αρκετά μαλακός ήμουν μαζί σου».

Της έβαλε σιδερένια δεσμά σαν να ήταν κάποιος εγκληματίας και απομακρύνονταν από εκεί όπου είχε πάθει ατύχημα ο Μάρκ. Είχε ένα βλέμμα σαν να αποχαιρετούσε μια ξεχασμένη της αγάπη, που δεν ήταν γραφτό να ξεδιπλωθεί. Την πέταξε με ορμή στον Ανδρόνικο, εκείνον που έδινε τις τιμωρίες, αρχηγός στο Τάγμα των Αμετανόητων. 

«Εβελιν διατάραξες την ισορροπία και παρά τις επιπλήξεις του αρχηγού σου δεν υπάκουσες.

-Κύριε να σας εξηγήσω.

-Πάψε! Δεν δέχομαι καμία εξήγηση Βίκι και μην εμπλέκεσαι,θα τεθείς κι εσύ σε ανάλογη θέση».... έσκυψε το κεφάλι και έκανε μερικά βήματα πίσω.
«Σε καταδικάζω σε απομόνωση για εκατό χρόνια και μετά βλέπουμε αν έχεις βελτιωθεί ή όχι. Σου αφαιρείται κάθε δικαίωμα ακολουθίας και δύναμης».
Ήταν μια σκληρή τιμωρία, μα την αποδέχτηκε. «Αντίο αγαπημένε μου»...

Ο Μάρκ συνήλθε στο δωμάτιό του. 
«Πού βρίσκομαι;

-Κύριε Μπενζίν είστε στη σουίτα σας στο ξενοδοχείο του καζίνου New York.

-Δεν θυμάμαι τίποτα. Τί έγινε;

-Είχατε ένα ατύχημα με το αυτοκίνητό σας ,μα ευτυχώς δεν πάθατε τίποτα απλά λίγες γρατζουνιές. Ήσασταν πολύ τυχερός.

-Άγιο είχα απ' ότι φαίνεται».

Ο γιατρός του συνέστησε να μην μετακινείται πολύ και να καταναλώνει πολλά υγρά. Δεν είδε καθόλου την Κάρεν και ρώτησε τον υπεύθυνο του ξενοδοχείου αν είχε περάσει από 'δω, μα δυστυχώς δεν φάνηκε τυχερός. Ήταν όμως απόλυτα βέβαιος ότι είχε έρθει εκεί. Μετά από μια ώρα το πήρε απόφαση ότι έφταιγε το ατύχημα και ότι έκανε λάθος. Την πήρε τηλέφωνο, αλλά ήταν απενεργοποιημένο. Το δοκίμασε αρκετές φορές, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Κάλεσε και την αδελφή της που δεν γνώριζε που ήταν η Κάρεν. Είχε αρχίσει να τρελαίνεται. Τα βρόντηξε όλα και έφυγε από εκεί κάτω από την μύτη όλων των στελεχών και των μεγάλων συμβούλων.

Οι πρωινές εφημερίδες τον είχαν πρωτοσέλιδο : «Εξαφανίστηκε ο Μάρκ Μπενζίν διευθύνων στέλεχος του χρηματιστηρίου στο Μανχάταν». Είχε προκληθεί πανικός και όλοι τον αναζητούσαν. Δεν έδωσε σημεία ζωής και η αστυνομία διέκοψε την έρευνα κρατώντας ανοιχτό το αρχείο.

Μετά από είκοσι χρόνια...... οδηγούσε στην έρημο, μάλλον πήγαινε προς το Μεξικό, δεν ήταν σίγουρος. Είχε δίπλα του ένα μπουκάλι ουίσκι και το ραδιόφωνο έπαιζε τζαζ. Ήταν ατημέλητος και λερωμένος. Σταμάτησε σε ένα μοτέλ να ξεκουραστεί. Είχε την συνήθεια να χαζεύει στην τηλεόραση, μα κάθισε να ρίξει μια ματιά στον υπολογιστή του και δίπλα του για  συντροφιά το μισοάδειο μπουκάλι που είχε απομείνει. Δεν άντεξε για πολύ και κοιμήθηκε πάνω στο πληκτρολόγιο. Κάτι σαν ήχος μηνύματος τον αφύπνισε. Κοίταξε την οθόνη και ήταν μαυρισμένη με μια φράση. Αυτό κάτι του θύμιζε από παλιά. Έλεγε : «Πόσο ακόμα θα ζεις σε αυτήν την πραγματικότητα;». Αστραπιαία του ήρθε στο μυαλό ότι αυτό είχε ξαναγίνει και μάλιστα δυο φορές παλαιότερα. 
«Ποιός είσαι; Τί θες από 'μενα επιτέλους;», φώναξε αγανακτισμένος. Η επόμενη κίνηση του ήταν να απαντήσει σε αυτό το μήνυμα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είδε μια άλλη φράση γραμμένη : «Βγες έξω και θα με δεις». Απόρησε και είπε να το ρισκάρει.

Βγήκε έξω από το δωμάτιο και το μόνο που μπορούσε να δει ήταν τα αστέρια. Μια γλυκιά φωνή ψιθύρισε : 

«Κινδυνεύεις πρέπει να σωθείς»..... γύρισε, δεν είδε κάτι. 

«Σε παρακαλώ ποιός είσαι; Τί είσαι; Γιατί παίζεις μαζί μου;».
Μια μορφή σαν καπνός άρχισε να εμφανίζεται μπροστά του. Έμοιαζε με κοπέλα.

«Δεν μπορώ να σου μιλήσω περισσότερο. Αν με ανακαλύψουν θα με σκοτώσουν.

-Ποιά είσαι;

-Δεν έχει σημασία Μάρκ.

-Ξέρεις το όνομά μου;

-Ναι. Πρέπει να φύγω.

-Μη, φεύγεις. Τί συμβαίνει; Γιατί κινδυνεύω;».
Πείστηκε ότι είχε χάσει τα λογικά του ή ήταν στα πρόθυρα να σπάσει. Δεν μπορούσε να βρει μια λογική εξήγηση. Τον ζάλισε το ποτό ξανά και έπεσε σε βαθύ ύπνο. 

Είχε ακούσει από τον υπεύθυνο του μοτέλ για κάποια γιορτή εκεί κοντά. Σκέφτηκε να πάει,καθώς και δεν είχε τι άλλο να κάνει στη μίζερη ζωή του πια. Έδειχνε σαν τσίρκο με ακροβάτες και μάγους. «Θεάματα για να θαμπώνουν τον κόσμο», σκεφτόταν από μέσα του. Λίγο πιο κάτω είχε και ένα σόου με εξωτικές χορεύτριες. Να, και κάτι που του τράβηξε την προσοχή. Τον είχε φάει με τα μάτια της μια από αυτές και εκείνος φυσικά δεν είχε ξεκολλήσει το βλέμμα του από πάνω της. Μετά το σόου τον πλησίασε χαμογελώντας. Είχε ενθουσιαστεί με αυτή την γυναικεία παρουσία.

Τον πήρε και φύγανε μακριά από την γιορτή. Αφού βεβαιώθηκε η κοπέλα  ότι δεν είχε κόσμο τριγύρω, τον ξάπλωσε στο γρασίδι και έκατσε από πάνω του. Τον είχε διεγείρει χωρίς αμφιβολία και δεν έκανε καμία κίνηση για να το αποτρέψει, είχε αφεθεί στα χέρια της. Του έδινε κάθε τόσο να πιεί κάτι σαν νέκταρ, που του θύμιζε φρουτώδη άνθη, μα δεν έδωσε σημασία, είχε αφοσιωθεί σε αυτήν. Εκείνη χόρευε από πάνω του και σιγά σιγά είχε μείνει ημίγυμνη. Ανέβηκε πάνω του και τον κοιτούσε με λάγνο ύφος. Μέσα από τις σκιές και κάποια φώτα που αναβόσβηναν πέρα από τη γιορτή είδε το πρόσωπό της να αλλάζει και για μια στιγμή του φάνηκε ότι έβλεπε την Κάρεν.

«Κάρεν αγάπη μου εσύ είσαι;

-Χαχαχαχα!!! Ανόητε άντρα πόσο αφελής μπορεί να είσαι!

-Τί εννοείς;

-Μου ανήκεις.

-Τί;».

Το έδαφος έτρεμε και παρουσιάστηκαν τρία εξωπραγματικά πλάσματα, που όσο και να είχε ακούσει για αυτά δεν θα τα πίστευε ο Μάρκ αν δεν τα έβλεπε. 

«Ώστε η κυρία από 'δω είχε κρυφτεί σε άλλο σώμα.

-Μην χαίρεσαι Φρέντι δικό μου σώμα είναι. Ξέχασες πως έχω την ικανότητα της μεταμόρφωσης;

-Γκρρ! Σωστά. Άτιμη!

-Μη, την σκοτώσεις.

-Έχει διαταραχτεί όλο το σύμπαν για 'σένα και εσύ νοιάζεσαι τόσο για αυτήν που ούτε καν ξέρεις τί είναι!

-Δεν με νοιάζει, την αγαπώ.

-Ακόμα ονειροπολείς ανθρώπινο ον. Κρίμα και σε είχα για έξυπνο. Λοιπόν, Κάρεν άστον αλλιώς θα έχεις να κάνεις μαζί μας.

-Το βλέπεις αυτό Φρέντι; Αν το ρίξω ξέρεις τι πρόκειται να συμβεί έτσι δεν είναι;

-Τί πας να κάνεις; Άστο κάτω.

-Δοκίμασε να με αγγίξεις, έλα».

Καθ’όλη τη διάρκεια του διαπληκτισμού, η Έβελιν είχε πιέσει τόσο πολύ τον εαυτό της να μάθει, αν και δεν είχε τόσες πολλές δυνάμεις πια. Της είχε απομείνει το έμφυτο χάρισμα, το άκουσμα. Είχαν κατακοπεί τα πόδια της και λύγισε κλαίγοντας που δεν μπορούσε να βοηθήσει τον αγαπημένο της, ο οποίος είχε καταντήσει έρμαιο μιας σατανικής οντότητας, που το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να συλλέγει και να βασανίζει. Ούρλιαξε τόσο δυνατά και ένα γαλάζιο φως πλημμύρισε το κλουβί της και κάτι την τράβηξε και την οδήγησε εκεί.

«Έβελιν πώς βρέθηκες εδώ;

-Να το και ερωτευμένο πουλάκι μας.

-Φρέντι δεν... δεν ...δεν...

-Χαχαχαχα! Ούτε να μιλήσει δεν μπορεί.

-Φύγε από εδώ θα βρεις χειρότερο μπελά αν το μάθουν οι Αμετανόητοι.
-Δεν με νοιάζει, δεν θα τον αφήσω στα χέρια της».
Έκατσε στο γρασίδι και κοιτούσε κατάματα τον Μάρκ και ευχόταν να την θυμηθεί. 
«Μάρκ δεν με θυμάσαι; Εγώ σε προειδοποιούσα.

-Ωωω! ήσουν εσύ;

-Ναι. Ξύπνα επιτέλους να καταλάβεις ότι δεν είσαι απόκτημα κανενός.

-Τί σημαίνουν όλα αυτά;

-Άστον πια»... την χαστούκισε με δύναμη η Κάρεν και την πέταξε μακριά. Ήρθε κοντά της με γρήγορες κινήσεις ο Φρέντι και την πήρε από τον Μάρκ και όλο φώναζε. Η Βίκι βοήθησε την Έβελιν να σηκωθεί και εκείνη με τη σειρά της πήγε κοντά στον Μάρκ. Έδειχνε φοβισμένος και τον ηρέμησε με το χάδι της. 

«Κάθε άνθρωπος κουβαλάει από την στιγμή της γέννησής του το δικό του ποτήριο. Δηλαδή, δεν το κουβαλάει εκείνος, μα οι Μάρτυρες, εμείς.

-Τί είστε εσείς;

-Άγγελοι προστάτες των νεκρών.

-Ορίστε; Και τί σχέση έχω εγώ με όλα αυτά;» 

Η Έβελιν δεν συγκρατήθηκε και άρχισε να κλαίει.
«Θα συνεχίσω εγώ. Όπως σου είπε η Έβελιν όλοι σας ξεχωριστά έχετε το δικό σας ποτήριο. Όταν γεννιέστε αυτό είναι καθαγιασμένο και σχεδόν άδειο. Μετά τον θάνατό σας γεμίζει με όλη την πικρία, τα λάθη, τις ενοχές, τα αμαρτήματα..., καθώς περιπλανιέστε σε αυτόν τον κόσμο και εμείς το διαφυλάσσουμε για να μην διαταραχτεί η ισορροπία και ξεσπάσουν τα πνεύματα.

-Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω.

-Άσε με να ολοκληρώσω και θέλω να φανείς ψύχραιμος. Αν κάποιος από την άλλη πλευρά, οι λεγόμενοι Συλλέκτες προσπαθήσουν να σε παρασύρουν, ενώ περιπλανιέσαι στον πνευματικό κόσμο, τότε θα προκύψει μεγάλη διαμάχη με τα υπόλοιπα Τάγματα και θα προκληθεί πόλεμος.

-Ας πούμε πως κατάλαβα. Τί είναι οι Συλλέκτες;

-Το ήξερα ότι θα το ρωτούσες αυτό. Οι Συλλέκτες είναι σκοτεινά πλάσματα απαγορευμένα για τη δική μας περιοχή, μα προσπαθούν μέσω από εμάς να κλέβουν ενέργεια. Μπορούν να πάρουν όποια μορφή θέλουν. Αυτή η κυρία που βλέπεις λοιπόν κατατάσσεται και σε χειρότερη κατηγορία από τους Συλλέκτες. Είναι στο Τάγμα των Σκιερών, όπου μόνο πλάσματα με ποικίλες και σκοτεινές μαγικές ικανότητες μπορούν να εισέλθουν.

-Δηλαδή τί είναι;

-Αυτό που εσείς οι άνθρωποι αποκαλείται νεράιδα ή ξωτικό.

-Μα, αν υπάρχουν γνωρίζω ότι δεν είναι κακά.

-Αφελής όπως όλοι τυλιγμένος με παραμύθια που αυτοί δημιούργησαν».

Δεν ήξερε τι να πιστέψει πια και το μυαλό του έκανε στροφές.Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει ή να κλείσει τα μάτια του και να πειστεί πως όλα είναι ένα άσχημο όνειρο. Και αυτό που αποκαλούν οι άνθρωποι γάργαρο και αληθινό βρέθηκε μπρος στα μάτια του. Εικόνες από την ζωή του, τα μηνύματα στον υπολογιστή, ομιλίες από κάπου μακριά. Έπεσε κάτω μόλις συνειδητοποίησε ποιά ήταν η αλήθεια.

«Είμαι νεκρός έτσι δεν είναι;

-Ναι, Μάρκ Μπενζίν και γι 'αυτό πρέπει να μην παρασυρθείς από αυτήν».

Η Κάρεν αιφνιδίασε τον Φρέντι με δόλια μέσα και χτύπησε με δύναμη την Βίκι. Την Έβελιν με μια κίνηση την άφησε απλά να κοιτάζει και γελούσε που είχε πετύχει. Ο Φρέντι σηκώθηκε αργά και πήγε να βοηθήσει και την Βίκι να σταθεί όρθια.

«Είναι δικός μου και δεν μπορείτε να με σταματήσετε.

-Και όμως μπορώ εγώ.

-Τί θα κάνεις; Δεν έχεις καμία δύναμη».... έβγαλε το χέρι της που το είχε πίσω από την πλάτη της και κρατούσε το ποτήριο του Μάρκ....
 «'Οχι, μη τί θα κάνεις;

-Έβελιν μη το κάνεις!!!».

Γύρισε και τους αποχαιρέτησε με μια ματιά και εκείνοι σκέφτηκαν, ότι για μερικά πράγματα δεν πρέπει να μπαίνει κάποιος εμπόδιο. Σήκωσε ψηλά το ποτήριο και κατεβάζοντας το ήπιε ότι υπήρχε μέσα.
«Εγώ η Έβελιν απαλλάσσω τον Μάρκ Μπενζίν από την αιώνια περιπλάνηση και του δίνω την ζωή του πίσω με αντάλλαγμα την δικιά μου».

Άνεμος ξέσπασε και καταιγίδα.... κατέβηκαν οι Αμετανόητοι.

«Έβελιν καταλαβαίνεις τί ήταν αυτό που μόλις ζήτησες;

-Ναι, κύριε.

-Και θα θυσιάσεις την ζωή σου για αυτόν εδώ τον άνθρωπο;

-Ναι, ούτως ή άλλως θα πέθαινα μακριά του προτιμώ να του δώσω ζωή παρά να τον χάσω για πάντα.

-Εφόσον ο κώδικας μας το επιτρέπει θα γίνει το θέλημά σου».

Την Κάρεν την καταδίκασαν σε θάνατο και ότι απέμεινε το πέταξαν στη θάλασσα. Ο Μάρκ παρά την πνοή που του έδωσε η Έβελιν δεν γινόταν με τίποτα να την ξεχάσει. Μια λυπητερή σιωπή κυριαρχούσε παντού όπου και να πήγαινε. Βρέθηκε μετά από καιρό σε ένα δασωμένο μέρος και του φάνηκε γνωστό. Προσχωρώντας μέσα στο δάσος, είδε ένα άγαλμα και γύρω-γύρω ταφόπλακες. Έβαλε τα κλάματα και αγκάλιασε το άγαλμα, που είχε φιγούρα θλιμμένου αγγέλου και έμεινε εκεί για μέρες. Κάτι ταξιδιώτες περαστικοί είδαν το λιωμένο του σώμα πάνω στο άγαλμα και ένα τριαντάφυλλο πεσμένο στο έδαφος.

Ήταν πανευτυχής που σκέφτηκε να χαρίσει την ζωή του για εκείνη, μα τίποτα δεν μπορούσε να δει, παρά μόνο μια γκρίζα ομίχλη και σκιές να περιφέρονται. Τόσο κοντά βρίσκονταν, μα δεν μπόρεσαν ποτέ να συναντηθούν, διότι η σιωπή των νεκρών είναι σαν τη βραδινή μορφή της σελήνης, που μοιάζει τόσο βελούδινη και γλυκιά και κάνει τα γύρω άστρα να έλκονται από αυτήν, μα κανένα δεν μπορεί να την αγγίξει. Και η αιώνια αγάπη θα παραμείνει ανέπαφη,γεμάτη θλίψη και πόνο.... ο ήλιος ανατέλλει για άλλη μια φορά και ο χαμός τους σε μια παγωμένη σκοτεινή ρουφήχτρα που θα τους επαναφέρει ξανά η νύχτα αιώνια χωριστά.
 

bottom of page