top of page

Μια Ομιχλώδης Εποχή_© Ellada Kralli

Γεννημένη σε ένα κόσμο που όλους τους κυκλώνει ο φόβος, δύσκολα να βρει κάποια επαφή για να μιλήσει. Όταν ήταν μικρή η Τζουλιέτα έμοιαζε με αγγελούδι αμίλητο και αγέλαστο και όποιος  την κοιτούσε νόμιζε ότι ήταν μια πανέμορφη άψυχη κούκλα. Δεν ήθελε να έχει πολλές συναναστροφές με κοριτσάκια της ηλικίας της και έβγαινε στον κήπο κάνoντας κούνια με το αγαπημένο της λούτρινο αρκουδάκι. Την μέρα χαιρόταν με τα χρώματα και τα σχήματα από τις σκιές που έκαναν οι τριανταφυλλιές και τα διάφορα λουλούδια, ενώ με το σκοτάδι όλα χάνονταν σε έναν ατελείωτο ορίζοντα από σκούρες ζωγραφιές σαν ένα τυφλό μουσικό προσπαθώντας να συνθέσει μια μελωδία τραγωδίας και χάους.


Στην πόλη του Ανέμου δύσκολα να έβλεπες ένα χαμογελαστό πρόσωπο. Αυτό μόνο αν γινόταν κάποια γιορτή, μα και πάλι έμοιαζε σαν χαραγμένη προσποίηση σαν μια μάσκα χαρωπή στα πρόσωπά τους που όταν πέφτει το σκοτάδι κρύβεται και η αλήθεια των συναισθημάτων χάνεται. Η Τζουλιέτα προτιμούσε να απέχει από τέτοιου είδους διασκεδάσεις και καθόταν μόνη της στο σπίτι παρέα με την φανταστική της φίλη την Μαρίλια.


«Καλύτερα που δεν πήγαμε, γιατί θα έπρεπε να δείχνουμε χαμογελαστές σε κάτι που είναι τελείως ψεύτικο.


-Έχεις δίκιο Μαρίλια δεν θα κάναμε τίποτα απολύτως και θα ακούγαμε τα χαχανητά τους σαν παραφωνία. Θέλω να σου εξομολογηθώ και κάτι.


-Τί Τζουλιέτα;


-Δεν μου αρέσει έτσι όπως ζω και δεν έχω δει καμία άλλη πόλη πέρα από αυτή που γεννήθηκα. Θα 'θελα να ταξιδέψω παντού.


-Αυτό δεν γίνεται και άμα το ξεστομίσεις θα σε σκοτώσουν. Βλέπεις σε μερικές αντιλήψεις βρίσκονται ακόμα πολύ πίσω.
-Αχ!».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Δεν μίλησαν άλλο και έκατσε στο πάτωμα οκλαδόν τραγουδώντας ξεχασμένα τραγούδια που της γλυκοτραγουδούσε από μικρή η μητέρα της. Της έλειπαν όλα αυτά, μα δεν μετάνιωνε ούτε μια στιγμή με την πορεία της ζωής της μέχρι τα 16 της χρόνια που βρισκόταν τώρα. 
Οι φλόγες από το τζάκι την νανούρισαν και έπεσε σε ένα βαθύ ύπνο και μετά από λίγα λεπτά πετάχτηκε ξαφνιασμένη, σαν από κακό όνειρο που σε τυρρανάει στο δίχτυ της απάτης, συνειδητοποιώντας ότι είχαν περάσει μόνο πέντε λεπτά. Αυτό της φάνηκε περίεργο, διότι ένιωθε σαν να κοιμόταν για ώρες. Σηκώθηκε να πάει στο δωμάτιο της, αλλά το κεφάλι της ήταν βαρύ και το βλέμμα της έπεφτε ολοένα στο κενό. Έκανε λίγα βήματα και μετά έπεσε λιπόθυμη δίπλα στη φωτιά που τρεμούλιαζε με το φύσημα του ανέμου που είχε δυναμώσει κατά πολύ.


«Εγώ θα σε σώσω κάποια μέρα και αυτό δεν θέλω ποτέ να το ξεχάσεις».


Χτυπούσε με μανία η κουρτίνα πάνω στο τζάμι. Φαίνεται κάτι έσπασε το παράθυρο, αλλά τί; Βγήκε έξω η Τζουλίετα  φωνάζοντας αν τυχόν ήταν κανείς εκεί τριγύρω και δυστυχώς δεν πήρε καμία ανταπόκριση. Κλείνοντας την πόρτα ένα ρίγος την διαπέρασε και συμμαζεύτηκε όπως μπορούσε, επειδή το κρύο ήταν ότι χειρότερο και δεν το άντεχε με τίποτα. Στο μυαλό της είχε ήχους από βράχους και φωνές τρομαγμένες. Με δυσκολία κοιμήθηκε και πάλι. Επέστρεψαν ακόμα και οι γονείς της και μετά γλάρωσε με την εμφάνιση του ήλιου πέρα στο βουνό. Στεναχωριόταν για τα φύλλα που αργοπέθαιναν στα δέντρα και μετά εκείνα έμεναν ξεγυμνωμένα με καμία ζεστασιά στους παγωμένους χειμώνες και παρακαλούσε να σταθεί κάποιο ζώο να τα ζεστάνει. Είχε τρελή αγάπη για την φύση και κυρίως με τα δέντρα. Είχε εφαρμόσει μια δικιά της θεωρία, ότι τα δέντρα παλιά ήταν άνθρωποι, είτε ψηλοί είτε κοντοί και με ένα ραβδί ενός στυγερού και κακού μάγου μεταμορφώθηκαν σε δέντρα. Εκστασιαζόταν με τη θέα τους τα πρωινά και τους μιλούσε σιγανά, εξιστορώντας τα μυστικά της. Αυτό θυμόταν από τότε που άρχισε να θυμάται τον εαυτό της και το έκανε κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί και μετά αφηνόταν στην αγκαλιά των φίλων της.


Το χρώμα της αυγής δεν μπορούσε να φανεί με το κάτασπρο τοπίο και η μια παράξενη σιωπή κάλυπτε ολόκληρο το σπίτι. Η Τζουλιέτα έτρεξε μέχρι το δωμάτιο των γονιών της και δεν τους βρήκε. Κοίταξε μέσα στο σπίτι σε όλα τα δωμάτια πουθενά, ούτε ένα ίχνος τους. Πήρε μια ανάσα, έχοντας τα χέρια στα γόνατά της και σκέφτηκε μετά να κοιτάξει στον κήπο. Η κούνια πήγαινε πέρα δώθε και ο αέρας μαστίγωνε το πρόσωπό της με την απαλή δροσιά των φύλλων. Τα ρούχα ήταν ακόμη απλωμένα και μόλις τα άγγιξε έμοιαζαν με κρυστάλλινα στοιχεία κρεμασμένα από ένα σχοινί που κάποιος τα είχε ακουμπήσει δίχως κι εκείνος να γνωρίζει το γιατί.


«Μαμά, μπαμπά, Κατερίνα;».


Δεν ακουγόταν τίποτα, μονάχα ο άνεμος. Άρχισε να κλαίει και μια φωνή από μακριά σταμάτησε τον χείμαρρο των δακρύων της. 


«Μικρή μου τί έγινε;


-Μαρίλια που πήγαν όλοι;


-Τους πλημμύρισαν τα δάκρυα των αγγέλων και δεν μπόρεσαν να το αντέξουν και πέθαναν.


-Τί;


-Έτσι είναι μικρή μου Τζουλιέτα χάθηκαν μέσα στον άνεμο και δεν πρόκειται να ξαναγυρίσουν».


Είχε μείνει μόνη της για καιρό σε ένα τεράστιο σπίτι που το περιτριγύριζαν τα πνεύματα του χιονισμένου δάσους. Έριχνε το φταίξιμο στον εαυτό της και παρά τα λόγια της Μαρίλιας δεν έλεγε να σταματήσει. Ευτυχώς ήξερε λίγα πράγματα να κάνει και σιγά σιγά έμαθε κι άλλα και κατάφερε να συντηρείται. Μια μέρα πέρασε ο Κριστιάν, ένα μελαγχολικό αγόρι με κατάμαυρα μαλλιά και λευκό δέρμα.  Μόλις την είδε απόρησε :


 «Καλημέρα Τζουλιέτα! Πάει πολύς καιρός από τότε που έχω να σε δω.


-Συγνώμη Κριστιάν, μα δεν είχα χρόνο, είχα πάρα πολλές δουλειές.


-Και τους γονείς σου κανένας δεν τους έχει ξαναδεί.
-Οι γονείς μου..... δεν είναι εδώ.


-Είσαι ολομόναχη; Και πώς τα καταφέρνεις;


-Ποτέ δεν ήμουν κακομαθημένη Κριστιάν και οφείλω να σου πω πως μια χαρά τα καταφέρνω και έχω μάθει να τα κάνω όλα.


-Μπράβο σου. Μα, οι γονείς σου όμως τί απέγιναν;


-Σε παρακαλώ Κριστιάν φύγε, θέλω να ξεκουραστώ».


Μετά από αυτή τη σύντομη κουβέντα τους η Τζουλιέτα κάθισε κατάχαμα στον κήπο και έκλαιγε συνεχώς. Θυμήθηκε τους γονείς της που έχασε στον άνεμο. Η Μαρίλια είχε χαθεί πια και κυριολεκτικά δεν είχε κανέναν δίπλα της.
Μετά από ένα χρόνο αποφάσισε να φύγει από την πόλη και να ταξιδέψει οπουδήποτε αρκεί να γλυτώσει από τον εσωτερικό της πόνο. Ήταν δύσκολο βέβαια, μα δεν πτοήθηκε. Πέρασαν μέρες που περιπλανιόταν στα δάση και στο διάβα της βρέθηκε ένας φτωχός ξυλουργός.


«Πού πας κοπέλα μου;


-Είμαι πολύ κουρασμένη κύριε και πεινάω.


-Είσαι μόνη σου;


-Ολομόναχη καλέ μου κύριε και ορφανή.


-Κόπιασε κόρη μου κάτι ζεστό θα έχει φτιάξει η κυρά».


Ήταν ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι στη μέση του δάσους και ακριβώς δίπλα ένας στάβλος. Ένιωσε την θέρμη από το τζάκι και κουλουριάστηκε με την κουβερτούλα που της είχε δώσει η γυναίκα του ξυλουργού.


«Είσαι καλά κόρη μου;


-Σας ευχαριστώ πολύ για όλα.


-Πάλι καλά που δεν έπαθες τίποτα κορίτσι μου».


Μοσχομύριζε η ζεστή σούπα λαχανικών και αδημονούσε να φάει. Με τις τόσες μέρες ταλαιπωρίας έφαγε δυο πιάτα και μετά ξάπλωσε σε ένα αχυρένιο κρεβατάκι. Κοιμήθηκε τόσο γλυκά σαν να είχε να απολαύσει τον ύπνο εδώ και χρόνια. Ξύπνησε το χάραμα και κοίταξε για τελευταία φορά αυτό το ζευγάρι που της έσωσε τη ζωή. Άφησε ένα μικρό σημείωμα ευγνωμοσύνης τους για όλα όσα της είχαν κάνει, μα εκείνη έπρεπε να συνεχίσει. Η μέρα ευτυχώς ήταν ηλιόλουστη και προχωρούσε ανέμελη μέσα από τα φυλλώματα. Δεν ένιωθε κούραση, αλλά δέος. Περπάτησε αρκετές ώρες και σαν να φάνηκε κάτι πέρα στο δρόμο της. Έμοιαζε με πόλη ή καλύτερα με μικρό χωριό. Της τράβηξε την προσοχή μια βιτρίνα με πορσελάνινες και κέρινες κούκλες. Τέτοια πράγματα δεν υπήρχαν στην πόλη της και τις κοιτούσε με διάπλατα μάτια. Ο καταστηματάρχης την παρατηρούσε για ώρα και της έκανε νεύμα να εισέλθει.


«Πω! πω! τί όμορφα πράγματα είναι αυτά!


-Σου αρέσουν μικρή μου;


-Ναι! Είναι πολύ ωραία. Μικρές κυρίες ακίνητες. Πώς το κάνατε αυτό;


-Χαχαχα! Δεν είναι μικρές κυρίες, είναι κούκλες έτσι λέγονται. Εγώ τις φτιάχνω.


-Αααα! Δεν είχα ιδέα. Δεν είχαμε και τέτοια στην πόλη μου, για αυτό δεν γνωρίζω.


-Δεν πειράζει καλή μου δεσποινίς. Θες να πάρεις μία;


-Δεν έχω χρήματα. Ταξιδεύω μέρες.


-Μόνη σου; Πού είναι οι γονείς σου;


-Τους γονείς μου τους έχω χάσει κύριε. Είμαι μόνη μου στον κόσμο.


-Α! Τί κρίμα! Και πού θα μείνεις;


-Δεν ξέρω κύριε κάπου θα βρω.


-Δεν το συζητώ θα σε φιλοξενήσω εγώ. Μπορεί να μένω μόνος, μα υπάρχει χώρος και για σένα.


-Σας ευχαριστώ πολύ κύριε».


Το σπίτι του Κύριου Ντέβλιν δεν βρισκόταν και πολύ μακριά από το μαγαζί του. Ήταν μικρό έτσι όπως φαινόταν από έξω, μα ευρύχωρο αρκετά από μέσα. Η Τζουλιέτα είχε λαχταρήσει τη θαλπωρή ενός τέτοιου σπιτιού, κάτι που στο ξύλινο σπιτάκι του ξυλουργού δεν ένιωσε. Με τον καιρό εξοικειώθηκε και με τους γύρω κατοίκους και έγινε η προστατευόμενη του Κυρίου Ντέβλιν. Της έμαθε την τέχνη να δημιουργεί αυτές τις μικρές κυρίες όπως τις αποκαλούσε και είχε χαρεί που μπορούσε να φτιάχνει κάτι τόσο όμορφο και ξεχωριστό με τα δικά της χέρια.
Ήταν Κυριακή πρωί και η Τζουλιέτα δεν είχε επιθυμία να πάει στην εκκλησία και το δικαιολόγησε αυτό με κάποια αδιαθεσία. Πολλές φορές αισθανόταν μόνη ασχέτως  που έμεναν με εκείνον τον κύριο μαζί. Της είχε λείψει η Μαρίλια και σκαρφίστηκε μια ιδέα. 


«Θα φτιάξω την πιο όμορφη κούκλα που υπάρχει και αυτή θα είναι η καλύτερή μου φίλη η Μαρίλια».


Κάπως είχε αρχίσει την βάση και μόλις ήρθε ο Σμίθ Ντέβλιν τα έκρυψε μέσα στην ντουλάπα της.


«Πώς νιώθει η αγαπημένη μου βοηθός;


-Κάπως καλύτερα Κύριε Σμίθ.


-Έπρεπε να έρθεις μικρή μου Τζουλιέτα, τραγουδούσαν υπέροχες ψαλμωδίες.


-Δεν πειράζει, την επόμενη Κυριακή.


-Έκανες τίποτα όσο έλειπα;


-Μπα! Απλά ήμουν ξαπλωμένη και χουζούρευα». 


Δεν ήθελε με τίποτα να ψεύδεται, αλλά προτίμησε να το κρατήσει μυστικό. Είχε βάλει πείσμα να δώσει μορφή στην φανταστική της φίλη και θα το έπραττε όποιο κι αν ήταν το κόστος. Ξεκίνησε να κάνει παρέα με κάτι κοπέλες από την εκκλησία. Είχε απώτερο σκοπό από αυτές τις φιλίες.
Η Άλια την είχε προσκαλέσει σπίτι της. Η Τζουλιέτα είχε χαρεί τόσο πολύ και από μέσα της χασκογελούσε, μα όχι από χαρά, κάτι σαν κακία ή πονηριά την είχε κυριεύσει. Έλειπαν οι γονείς της Άλιας και είχαν ανέβει στο δωμάτιό της να μιλήσουν.


«Πες μου Άλια, έχεις σκεφτεί ποτέ να έφτιαχνες κάτι το οποίο θα του έδινες πνοή;


-Μα ,τί είναι αυτά που λες Τζουλιέτα; Αυτό δεν γίνεται όσο και να το θέλουμε. Μόνο ο Θεός έχει αυτή την δυνατότητα. Και εμείς απλά δημιουργήματά του είμαστε.


-Δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό, ενώ εκείνος μας έδωσε την ευφυΐα να κατασκευάζουμε διάφορα αριστουργήματα.


-Σε αυτό συμφωνώ, μα το έκανε για να διαφέρουμε από τα άλλα ζώα. Μας έδωσε τη λογική και αν θες να σου πω την γνώμη μου πολλές φορές πιστεύω πως είμαστε χειρότεροι και από ζώα.


-Γιατί το λες αυτό;


-Ε, πού ζεις; Δεν ακούς τί γίνεται στον κόσμο κάθε μέρα;


-Όχι, δεν έχω ακούσει τίποτα. Και εκεί που ζούσα εγώ δεν γνωρίζαμε νέα για τον υπόλοιπο κόσμο.


-Μα, από πού κατάγεσαι εσύ;


-Από την πόλη του Ανέμου.


-Ορίστε; Τέτοια πόλη δεν υπάρχει εδώ.


-Μα, από εκεί κατάγομαι. Και περιπλανιόμουν μέρες μέχρι που βρέθηκα στο δικό σας υπέροχο χωριό».


Η συζήτηση μεταξύ τους σταμάτησε και η Άλια έτρεξε να ανοίξει την πόρτα διότι είχαν καταφτάσει οι γονείς της. Γευμάτισε μαζί με την φίλη της, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει την απορία στο πρόσωπο της Άλιας όταν της είπε από που καταγόταν και επιπλέον  σκεφτόταν το δημιούργημα της που ακόμα δεν είχε υλοποιηθεί. 
Είχε βραδιάσει και δεν φοβόταν να πάει με τα πόδια σπίτι. Ο αέρας φυσούσε μανιωδώς που μετά βίας προχωρούσε. Μια φωνή ακούστηκε στο βάθος : 


«Πρόδωσες το είδος σου, δεν είναι αργά για να επιστρέψεις.


-Ποιός είναι;». 


Δεν είδε τίποτα και άρχισε να τρέχει τρομαγμένη μέχρι το σπίτι. Χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα και έτρεμε. Είχε διαπράξει κάτι που και η ίδια δεν ήξερε για τι επρόκειτο και βασάνιζε τον εαυτό της μέχρι να το ανακαλύψει. Χαμένη για ώρες στην προσωπική της αναζήτηση, της μίλησε μετά από καιρό η Μαρίλια, αφού την αγκάλιασε σφιχτά. 


«Μα γιατί είσαι έτσι καλή μου φίλη;


-Δεν ξέρω Μαρίλια. Φοβάμαι πως έχω κάνει κάτι κακό.


-Μη μπερδεύεις το μυαλό σου με ανούσια πράγματα. Δεν έχεις κάνει τίποτα, ηρέμησε.


-Κι όμως κάτι τριγυρίζει μέσα μου.


-Τίποτα δεν είναι απλά η ιδέα σου».


Την έκανε να ξεχαστεί από αυτό το χάος των τύψεων και αισθανόταν όπως παλιά συνομιλώντας με την καλύτερη και μοναδική της φίλη. Δεν της αποκάλυψε τι επιδίωκε να κάνει. Είχε περάσει αρκετή ώρα και την καληνύχτισε και μετά κοιμήθηκε βαριά.


Τα πρωινά ο ήλιος ήταν τόσο λαμπερός και με δυσκολία κατέβαινε από το κρεβάτι της γιατί της άρεσε αυτό το χάιδεμα και η θερμή αγκαλιά αυτού του φωτός. Τα χθεσινά γεγονότα τα είχε κιόλας αφήσει στην άκρη και είχε αφοσιωθεί στον σκοπό της. Πήγε και βοήθησε τον Κύριο Σμίθ, διότι είχε πολλές παραγγελίες από διάφορα μέρη και ο καθένας με το δικό του γούστο ήθελε να στολίσει τις κούκλες του. Πίσω από την πλάτη του έκλεψε κάτι υλικά και συνέχισε μετά την δουλειά της. Η Άλια πέρασε από το μαγαζί και βρήκε την ευκαιρία να την καλέσει σπίτι. Ήξερε ότι θα υπήρχε πολύ δουλειά στο μαγαζί και θα αργούσε να επιστρέψει ο Κύριος Σμίθ. Τον αποχαιρέτησαν και οι δυο και κατευθύνθηκαν προς στο σπίτι. Φάγανε και μετά την οδήγησε σε μια σκοτεινή αποθήκη.


«Ε ε ε, Τζουλιέτα είναι πολύ σκοτεινά εδώ μέσα και φοβάμαι.


-Μην ανησυχείς Άλια εγώ είμαι εδώ».


Σήκωσε ψηλά ένα χοντρό ξύλο και την χτύπησε στο κεφάλι. Έπεσε ξερή στο πάτωμα και την έσπρωξε μέχρι τον κέρινο επεξεργαστή. Ξαφνικά συνήλθε και ούρλιαζε. Δεν έδωσε σημασία η Τζουλιέτα και συνέχισε να την τραβάει. Έπαψε σε δευτερόλεπτα αφήνοντας την τελευταία της πνοή, αφού την έκαψε το καυτό κερί. Βγαίνοντας από αυτό η Τζουλιέτα άρχισε να διαμορφώνει το πρόσωπό της, όπως ήθελε. Της έδωσε μια έκφραση ακανόνιστη ούτε χαρωπή ούτε θλιβερή κάτι ανάμεσα στο κενό και την σιωπή. Σχημάτισε φρύδια, μάτια, μύτη και στόμα. Δούλευε πολλές ώρες μέχρι το βράδυ που επέστρεψε ο Κύριος Σμίθ. Την έκρυψε στην ντουλάπα της και κατέβηκε να δειπνήσει μαζί του.


«Πολύ δουλειά μικρή μου, μα πάλι καλά να μπορούμε να βγάζουμε τα προς το ζην. Εσείς περάσατε καλά;


-Ναι, πολύ ωραία. Πριν καμία ώρα έφυγε και η Άλια».


Η αλήθεια την πονούσε, μα η λαχτάρα για δημιουργία άφησε να αγνοήσει τελείως αυτόν τον πόνο και τον έδιωξε μακριά. Περίμενε μέχρι να κοιμηθεί ο Κύριος Σμίθ και άνοιξε την ντουλάπα της τραβώντας το άψυχο σώμα κάτω στο υπόγειο με τον επεξεργαστή προσώπου και σώματος για τις τελευταίες λεπτομέρειες. Την είχε φτιάξει τόσο όμορφη όπως την φανταζόταν. Με μαυροκόκκινα μακριά μαλλιά, λευκό δέρμα, ελαφρώς αδύνατη και χείλη τόσο κόκκινα σαν το αίμα. Αφού χάζευε και υπερηφανευόταν για αυτό που μόνη της είχε φτιάξει, εμφανίστηκε η Μαρίλια. Σοκαρίστηκε με την δουλειά της, αλλά υπήρχε ένα μικρό πρόβλημα. Δεν γινόταν να ζωντανέψει σε αυτή την κούκλα αν δεν έβρισκε η Τζουλιέτα το βιβλίο με τη μαύρη μαγεία. Τα απόφευγε όλα αυτά, δίχως να ξέρει και η ίδια τον λόγο. 


«Πώς λοιπόν θα βρω αυτό το βιβλίο;


-Είναι στην κορυφή του βουνού από την πόλη που κατάγεσαι.


-Τί; Όχι δεν μπορώ να γυρίσω ξανά εκεί. Αισθάνομαι τόσο πόνο για τον χαμό των αγαπημένων μου προσώπων, ακόμα και για την υπηρέτρια μας, που για μένα ήταν κάτι σαν φίλη μου.


-Καλή μου Τζουλιέτα πρέπει να τα ξεχάσεις όλα αυτά, διότι σε κρατάνε πίσω. Σβήστα όλα από το νου σου και συγκεντρώσου στον σκοπό σου.


-Έχεις δίκιο και αυτό θα κάνω. Θα σκεφτώ κάτι να πω στον Κύριο Σμίθ και θα φύγω αμέσως κιόλας αύριο».


Ο Κύριος Σμίθ είχε σηκωθεί από τα χαράματα και δεν ήθελε να σηκώσει και την αγαπημένη του βοηθό από τόσο νωρίς. Η Τζουλιέτα τον άκουσε που έκλεισε την πόρτα και ήταν ήδη έτοιμη ντυμένη. Έσπρωξε τα σκεπάσματα και έγραψε στα γρήγορα ένα σημείωμα, πήρε κάτι τρόφιμα μαζί της και ξεκίνησε για την πόλη του Ανέμου. Ο δρόμος της φάνηκε πιο εύκολος αυτή τη φορά σαν να την ευνοούσε κάτι. Μέσα της αναζητούσε μια αλήθεια αν και δεν ήταν σίγουρη πια το τι ήθελε. Είχε αρχίσει να νυχτώνει και περπατούσε αργά κρατώντας ένα φαναράκι μαζί της. Έφτασε ακριβώς από έξω από την πόλη. Βρισκόταν εκεί ο Κριστιάν σαν να την περίμενε. 


«Σαν τα χιόνα Τζουλιέτα, πού χάθηκες;


-Κριστιάν; Τί κάνεις εδώ;


-Σε περίμενα.


-Με περίμενες; Πώς ήξερες ότι θα έρθω;


-Ας κόψουμε τα πολλά. Ξέρω τι ψάχνεις. Μπορώ να σε βοηθήσω.


-Πώς είναι δυνατόν να γνωρίζεις τί θέλω;


-Είπαμε κομμένες οι πολλές ερωτήσεις. Έλα μαζί μου».


Χωρίς κανένα δισταγμό τον ακολούθησε. Το βουνό ήταν πανύψηλο. Σταμάτησαν να κοιμηθούν σε μια μικρή σπηλιά. Δεν ήθελε να του μιλήσει και κουκουλώθηκε για να ζεσταθεί. Την ξύπνησε ο Κριστιάν με φωνές και συνέχισαν να σκαρφαλώνουν μέχρι την κορυφή. Είχαν περάσει πολλές ώρες και ήταν πολύ εξαντλημένη. Πάλι καλά που είχε να φάει κάτι και στηρίχτηκε πάλι στα πόδια της. Δεν ήθελε να χασομερήσει ούτε λεπτό. Μετά από πολύ κόπο βρέθηκαν σε ένα κτίριο που έμοιαζε με ναό, μόνο που ήταν εγκαταλειμμένος. 


«Αυτό είναι το βιβλίο των αγγέλων του Σκότους. Με αυτό θα πραγματοποιήσεις αυτό που θες.


-Πού τα ξέρεις όλα αυτά;


-Δεν είναι ώρα για αυτό τώρα Τζουλιέτα. Πάρτο και φύγε από 'δω».


Έτρεξε τόσο γρήγορα σαν να την κυνηγούσε κάποιος εφιάλτης. Χτύπησε κατεβαίνοντας από το βουνό, μα βρήκε δύναμη να συνεχίσει. Έφυγε ξανά από αυτήν την πόλη. 
Ο Κύριος Σμίθ είχε ανησυχήσει τόσο και την βρήκε μια νύχτα να τρέμει στο χαλάκι της πόρτας με λερωμένα τα ρούχα της και να παραμιλάει. Συνήλθε μετά από δυο μέρες. Δεν την ρώτησε τι είχε συμβεί, δεν το θεωρούσε πρέπον αν αφορούσε κάτι προσωπικό. Την αποχαιρέτησε, γιατί έπρεπε να πάει στο μαγαζί. Έψαξε να βρει στην τσάντα της το βιβλίο. Χάρηκε τόσο πολύ που δεν το είχε χάσει. Κατέβηκε στο υπόγειο, όπου είχε κρύψει την άψυχη κούκλα και φώναξε την Μαρίλια. Την κατηύθυνε τι πρέπει να διαβάσει. Καθώς έλεγε τα λόγια φωναχτά ο καιρός έξω έγινε θυελλώδης. Τα κατάφερε ή έτσι πίστευε; 


«Ναι, τα κατάφερα! Μαρίλια μίλησε μου. Μα γιατί; Τί έκανα λάθος; Απέτυχα.


-Τζουλιέτα;


-Τί; Ζεις!!! Ναι τελικά τα κατάφερα! Επιτέλους θα είσαι εσύ η μοναδική μου αληθινή και επιτέλους ζωντανή μου φίλη».


Στροβίλιζαν και οι δυο σαν να μην υπήρχε κανένας και δάκρυα χαράς κυλούσαν από τα μάτια της Τζουλιέτας που επιτέλους το όνειρό της έγινε πραγματικότητα. Κάτι όμως σκοτεινό την έκανε να αναριγήσει κάτι μέσα της που είχε αφήσει. Αλλά έμεινε και θαύμαζε την Μαρίλια που έδειχνε τόσο όμορφη όσο ποτέ άλλοτε. Πόσα κομμάτια ακόμα θα πρόσθετε η μοίρα για ένα αβέβαιο αύριο που φάνταζε πιο σκοτεινό παρά ποτέ. Έτρεξε να το φωνάξει παντού και εκείνη δεν την άφησε. Την κλείδωσε στο υπόγειο σαν να ήταν ένα ανυπεράσπιστο ζώο. 


«Κρίμα Τζουλιέτα! Έπρεπε να φερόσουν πιο έξυπνα, μα έπεσες στα δίχτυα μου σαν καλό θύμα που είσαι.


-Γιατί με εξαπάτησες; Πες μου γιατί;


-Να μην πρόδιδες τον ίδιο σου τον εαυτό, αυτό μόνο μπορώ να σου πω».


Χτυπούσε με όλη της την δύναμη και ούρλιαζε. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πια και έστεκε σε μια γωνιά και έκλαιγε σπαραχτικά και αμέσως κατάλαβε το παράπτωμά της, χωρίς να θυμάται το λόγο του σφάλματός της. Κατάφερε να κοιμηθεί για λίγο και όταν ξύπνησε βρισκόταν σε μια άμαξα δεμένη. Κοίταξε ψηλά και είδε την Μαρίλια να γελάει δυνατά. Δεν μπορούσε ούτε να κινηθεί, ούτε να μιλήσει και αποδέχτηκε ότι είχε έρθει το τέλος της και μάλλον η τιμωρία της για το κακό που είχε προξενήσει. Κάτι ψιθύρισε στα άλογα και άρχισαν να τρέχουν γρήγορα. Είχε κατατρομάξει και εκεί που πήγε να γύρει η άμαξα κάτι φωτεινό την πήρε μακριά. Πρόσωπο δεν μπορούσε να δει εκείνη την στιγμή και απλά έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε σε αυτό το αιθέριο, μα και ταυτόχρονα γλυκό φως. 


«Επιτέλους συνήλθες καλή μου;


-Αααα! εσύ με έσωσες;


-Ναι! Και πάντα βρισκόμουν πλάι σου από τότε που γεννήθηκες.


-Είσαι ο φύλακας άγγελός μου;


-Ναι και όλοι οι άνθρωποι έχουν και από έναν.


-Δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια. Είσαι ότι πιο όμορφο έχω δει ποτέ στη ζωή μου.


-Αχ! καλή μου Τζουλιέτα. Εσύ παρέβηκες άλλους νόμους και εγώ άλλους.


-Τί εννοείς;


-Ότι είναι παράνομο να σε αγαπώ, επειδή είσαι απλά άνθρωπος.


-Τί γλυκό αυτό που μου είπες. Δεν θέλω όμως να βρεις το μπελά σου από μένα. Και εγώ θα σ’αγαπώ και ξέρω πως θα σε έχω πάντα δίπλα μου».


Την άγγιξε με τα χείλη του και αισθάνθηκε ότι κάτι κακό θα συμβεί. Η Μαρίλια προκάλεσε με μάγια κατολίσθηση. Ο άγγελος πέταξε την Τζουλιέτα μακριά φωνάζοντας : «Τρέξε να σωθείς»  και εκείνη τον κοιτούσε βουρκωμένη. Έφυγε μακριά από εκεί και όλο έτρεχε χωρίς σταματημό και δίχως να το καταλάβει έφτασε και πάλι στην πόλη του Ανέμου. Δεν ήταν κανείς εκεί σαν να είχε νεκρωθεί ο τόπος από καθετί ζωντανό. Ακόμα και τα δέντρα εξαφανίστηκαν. Έπεσε και θρηνούσε για τους αγαπημένους της φίλους. Ένα άγγιγμα την σταμάτησε. 


«Κριστιάν;


-Τί γυρεύεις πάλι εδώ Τζουλιέτα; Αρκετά δεν έγιναν θες και άλλα;


-Εξήγησέ μου.


-Τί θες να μάθεις ακριβώς;


-Γιατί να ζω σαν να μην υπάρχω; Γιατί να νιώθω ενοχές ενώ δεν βρίσκω την αιτία; Γιατί εκεί που γελάω κάτι να κυριαρχεί μέσα μου και να με κάνει να κλαίω;


-Έτσι είναι οι άνθρωποι δυστυχώς Τζουλιέτα και εσύ το επέλεξες και μας πρόδωσες.


-Μα, γιατί το λες αυτό; Τί έκανα;


-Αφού θες να μάθεις θα σου πω, αν και απαγορεύεται, μα εμένα δεν με νοιάζει αν θα με σκοτώσουν, γιατί έχω σιχαθεί πια αυτή την κακία και το μίσος.


-Πες μου σε ικετεύω.


-Ήσουν άγγελος, γεννήθηκες άγγελος.


-Τί;


-Ηρέμησε και θα σου εξηγήσω. Αποστάτησες όμως από πολύ μικρή παρασυρόμενη από την Μαρίλια, κακό πνεύμα του κάτω κόσμου. Σε έβαλε να αμαρτήσεις σκοτώνοντας άλλους αγγέλους όταν ήσουν πολύ μικρή ακόμα και με διαταγή σε διώξανε στη γη σαν άνθρωπο πια. Αλλά, η Μαρίλια μπορούσε να κινείται και στον χώρο των ανθρώπων και σε ξαναβρήκε και έγινε με λίγα λόγια το θέλημά της.


-Δεν θα γινόταν αν δεν μου έδινες το βιβλίο.


-Εγώ απλά σκλάβος τους είμαι, ούτε καν άγγελος ή άνθρωπος. Δεν υπάρχει ονομασία. Και σκέψου όλα γίνονται για κάποιο λόγο».


Δεν τον άφησε να συνεχίσει και πήγε ψηλά στο βουνό και κοίταξε τη θέα που σιγά σιγά άρχισαν να αχνοφαίνονται και τα δέντρα, που πάντα την χαροποιούσαν και σαν μια απαλή μουσική βυθίστηκε μαζί τους. Καθώς έπεφτε στο κενό, είχε διαγραφεί ένα χαμόγελο, με την έννοια πως έτσι θα έβρισκε την ηρεμία. Άκουγε κι άλλο τη μουσική και ο Κριστιάν την χάζευε και όσο και να φώναζε γυρισμός δεν θα υπήρχε.


«Αναστασία; Αναστασία είσαι καλά; Μπορείς να συνεχίσεις;


-Κυρία δεν βλέπεται ότι δεν σας ακούει;» ...είχε χαθεί για άλλη μια φορά σε κάτι απόμερο και μακρινό. Συνειδητοποίησε μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα ότι υποδυόταν τον φύλακα άγγελο σε μια σχολική παράσταση. Μήπως βίωσε μια περασμένη ζωή; Ούτε και η ίδια δεν μπόρεσε να καταλάβει.


 Μετά από χρόνια μαθεύτηκε ότι χάθηκε ξαφνικά. Αφίσες τοιχοκολλημένες παντού και κανένα ίχνος της ύπαρξής της. Μήπως το παρελθόν την γύρισε πίσω ή για μια ακόμη φορά παραπλανήθηκε και πέταξε την ζωή της σε έναν μαύρο μύθο;

bottom of page